Το σύνδρομο του «καλού παιδιού»: Τι σημαίνει η υπερβολική καλοσύνη και πώς στρέφεται εναντίον μας
«Τα «καλά παιδιά» είναι αυτοί που συμπεριφέρονται όπως οι άλλοι περιμένουν από αυτούς να συμπεριφέρονται. Όσο πιο πρόθυμα κάνουν αυτό που οι άλλοι θέλουν, τόσο καλύτερα «καλά παιδιά» (Μ. Δουκίδης).
Ζούμε σε μία κοινωνία όπου η καλοσύνη θεωρείται και είναι πράγματι αρετή. Η ευγένεια, η γενναιοδωρία και ο σεβασμός προς τους άλλους είναι αξίες ανεκτίμητες και απαραίτητες αν θέλουμε να απολαμβάνουμε ψυχική ισορροπία και υγιείς σχέσεις. Τι γίνεται, όμως, όταν ο αλτρουισμός ξεπερνά τα όρια;
Τα χαρακτηριστικά του «καλού παιδιού»
Το άτομο που έχει το «σύνδρομο του καλού παιδιού» θέλει πάντα να ευχαριστεί τους άλλους και να δίνει λύσεις. Δεν λέει «όχι», δεν θέτει όρια, αλλά κάνει ό,τι του ζητηθεί, ακόμα και αν δεν το θέλει. Είναι πάντα διαθέσιμο, δεν ζητάει, αποφεύγει τις συγκρούσεις και τις εντάσεις, γι’ αυτό και συνεχώς υποχωρεί και δεν διαφωνεί με τους άλλους. Δεν λέει αυτό που πιστεύει, αλλά αυτό που θέλει να ακούσει ο απέναντι του. Θέλει να τα έχει καλά με όλους, δε δείχνει τη δυσαρέσκεια του, ενώ αν προκύψει παρεξήγηση με κάποιον, μπορεί να χάσει τον ύπνο του. Νιώθει ενοχές, υποτιμά τον εαυτό του και θεωρεί ότι οι άλλοι είναι καλύτεροι και πιο σημαντικοί. Δεν έχει προσωπικό χρόνο, αφού όλη του η ζωή στρέφεται γύρω από το πώς θα ικανοποιήσει τις ανάγκες και επιθυμίες των άλλων, ενώ οι δικές του ανάγκες μπαίνουν στο περιθώριο. Η στάση του είναι παθητική και άτολμη, γιατί φοβάται την αποτυχία και την απόρριψη. Όλα τα παραπάνω γίνονται σε μία ασυνείδητη προσπάθεια να πάρει αποδοχή και αγάπη από τους άλλους.
Πώς γίνεται κάποιος «καλό παιδί»;
Ως συνήθως, τα αίτια εντοπίζονται στην οικογένεια. Τα «καλά παιδιά» το πιθανότερο είναι ότι είχαν ιδιαίτερα απαιτητικούς και καταπιεστικούς γονείς, που πάντα τους έλεγαν τι να κάνουν και έβαζαν τις ανάγκες τους στην άκρη, προκειμένου να ωφεληθούν οι ίδιοι ή άλλοι. «Τα καλά παιδιά δεν φέρονται έτσι», «Αν είσαι καλό παιδί θα πάμε βόλτα», «Να είσαι καλός και να μη φέρνεις αντιρρήσεις» είναι κάποιες ενδεικτικές φράσεις που έχουν ακούσει αυτά τα παιδιά. Η αγάπη και η αποδοχή δίνονταν υπό όρους, εφόσον, δηλαδή, τα παιδιά ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις και ήταν υπάκουα. Θυμός, δυσαρέσκεια, διεκδικητικότητα και διαφωνία δεν ήταν επιτρεπτά μέσα στην οικογένεια. Η κάλυψη των δικών τους αναγκών θεωρούνταν εγωισμός, ενώ η ικανοποίηση των άλλων ήταν ένδειξη αγάπης. Τέτοιου είδους μηνύματα «γράφουν» μέσα στην ψυχή του παιδιού και διαμορφώνουν πυρηνικές πεποιθήσεις όπως: «Οι ανάγκες μου δεν είναι σημαντικές», «Πρέπει να δίνω για να είμαι αποδεκτός», «Πρέπει να βάζω τους άλλους πάνω από εμένα, αν θέλω να με αγαπούν», «Αν δεν είμαι καλός, θα μείνω μόνος».
Ποιες είναι οι συνέπειες;
Οι παραπάνω πεποιθήσεις ακολουθούν το άτομο και στην ενήλικη ζωή του. Με αυτή την υπερβολικά καλή συμπεριφορά, την αυταπάρνηση και την αυτοθυσία, που σκοπό έχουν τη λήψη επιβεβαίωσης, αγάπης και αποδοχής και την ενίσχυση της αυτοαξίας, το «καλό παιδί» καταλήγει να είναι ένας ετεροκαθοριζόμενος άνθρωπος, που ποτέ δεν διεκδικεί και προσαρμόζεται σε αυτό που θέλει ο άλλος. Αυτή η καταπίεση των δικών του «θέλω», η συνεχής παραμέληση του εαυτού του και η ανοχή στις όποιες συμπεριφορές, οδηγεί σε άγχος, αλλά και σε μεγάλο εσωτερικό θυμό, ο οποίος συνήθως δεν εξωτερικεύεται.
Κάποιες φορές, βέβαια, το άτομο μπορεί να ξεσπάσει πολύ έντονα και συνήθως με ένα ερέθισμα που δεν δικαιολογεί την ένταση, ακριβώς λόγω αυτής της καταπιεσμένης – εσωτερικευμένης για μεγάλο χρονικό διάστημα οργής, προκαλώντας μεγάλη έκπληξη στους γύρω του. Επίσης, αυτός ο θυμός που δεν εκφράζεται είναι συχνά αιτία εμφάνισης ψυχοσωματικών προβλημάτων και εξαρτήσεων (ουσίες, φαγητό κ.α.). Ακόμη, τα «καλά παιδιά» είναι και παραπονεμένα, καθώς, επειδή οι ανάγκες τους δεν καλύπτονται, θεωρούν ότι οι άλλοι δεν τους φροντίζουν και έχουν ένα αίσθημα αδικίας, χωρίς να συνειδητοποιούν τη συμβολή της δικής τους στάσης σε αυτό.
Οι σχέσεις τους, οικογενειακές, φιλικές ή συντροφικές, δεν είναι αυθεντικές και ισότιμες, αφού αυτή η «μάσκα του καλού παιδιού» δεν τους επιτρέπει να εισέλθουν στη σχέση όπως πραγματικά είναι. Αντίθετα, σχετίζονται προσαρμοσμένοι στο πώς τους θέλουν οι άλλοι και προσανατολισμένοι στο πώς θα τους δίνουν ό,τι ζητούν. Συχνά, οι σχέσεις αυτές είναι τοξικές και δυσλειτουργικές, ενώ δεν είναι σπάνιο ένα «καλό παιδί» να επιλέξει ως σύντροφο έναν ναρκισσιστή, ο οποίος, όντας στην άλλη άκρη, αποζητά αυτή την «υποταγή» στις ανάγκες του, συμπληρώνοντας έτσι το σχήμα «δούναι και λαβείν».
Τέλος, τα «καλά παιδιά», λόγω των αισθημάτων μειονεξίας και της χαμηλής αυτοεκτίμησης που βιώνουν, χτίζουν μία εσωστρεφή, ενοχική και καταθλιπτική προσωπικότητα, επιρρεπή στην απομόνωση και σε καταθλιπτικές συμπεριφορές.
Όλα αυτά, όμως, μπορούν να γινούν ανεκτά, λόγω του αισθήματος της ηθικής υπεροχής που έχει το άτομο. Μπορεί να αισθάνεται ότι καταπιέζεται και αδικείται, όμως νιώθει ηθικά ανώτερο, και αυτό του δίνει κάποια ικανοποίηση.
Υπάρχει διέξοδος από το «σύνδρομο του καλού παιδιού»;
Το «καλό παιδί» φοβάται μήπως χάσει ανθρώπους και καταλήγει να χάνει τον εαυτό του. Πρώτα από όλα, λοιπόν, πρέπει να κοιτάξει μέσα του, να κάνει μία ενδοσκόπηση και να παρατηρήσει τις συμπεριφορές, τις πεποιθήσεις και τα συναισθήματα του. Πρέπει να δει αυτό που κάνει, να το αποδεχτεί, να καταλάβει ποια ανάγκη προσπαθεί να καλύψει και εν τέλει να διερωτηθεί αν αυτή η στάση ζωής το εξυπηρετεί, ή αν είναι μόνο η εκδήλωση ενός παιδικού τραύματος, που στην ενηλικότητα δημιουργεί μόνο προβλήματα.
Όταν κάποιος δεν θέλει να μετακινηθεί και έχει «βολευτεί» σε αυτή τη στάση, δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Αν, όμως, το άτομο πάρει την ευθύνη του εαυτού του και αποφασίσει ότι θέλει να αλλάξει, θα πρέπει να εργαστεί πάνω στη σχέση με τον εαυτό του και τις πεποιθήσεις του, να ενισχύσει την αυτοεκτίμηση του, να αναγνωρίσει την αδιαμφισβήτητη αξία του, να συνειδητοποιήσει τις ανάγκες του, να γίνει διεκδικητικό, να θέσει υγιή όρια, να αφήσει πίσω τις ανώφελες ενοχές και να αγαπήσει τον εαυτό του για αυτό που είναι. Έτσι, θα πετύχει την ψυχική ενδυνάμωση που χρειάζεται για να κινείται βάσει του εσωτερικού του σημείου αναφοράς και να συνάπτει ειλικρινείς, ισότιμες και ενήλικες σχέσεις.
Ας μην ξεχνάμε ότι και στον Χριστιανισμό, βασική είναι η εντολή: «Αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν». Πρώτο μας καθήκον, λοιπόν, είναι να αγαπήσουμε εμάς και έπειτα μπορούμε να αγαπήσουμε και τους άλλους.
Κείμενο: Αγγελική Κονιδάρη
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας MSc/Εκπ. Ψυχοθεραπεύτρια
Βιβλιογραφία
Glover, R.A. (2003). “No More Mr. Nice Guy: A Proven Plan for Getting What You Want in Love, Sex, and Life”. Running Press Book Publishers: Philadelphia.
0 Σχόλια