ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ: ΜΕΡΟΣ 3 | INMEDHEALTH

Κρίσιμες παράμετροι στην Ψυχοθεραπευτική διαδικασία.

Μέρος 3ο: Σωματική επαφή και άγγιγμα.

Σε αυτό το άρθρο, θα μιλήσουμε για την πιο αμφιλεγόμενη ίσως παράμετρο στο ψυχοθεραπευτικό εγχείρημα: τη σωματική επαφή θεραπευτή και πελάτη, τις σημασίες της, την κλινική της χρησιμότητα και τις ενδεχόμενες περιπτώσεις κακής πρακτικής, ολοκληρώνοντας με αυτό τον τρόπο τη σειρά των “κρίσιμων παραμέτρων στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία”.
Όσοι έχουν διαβάσει βιβλία του Χόρχε Μπουκάι και άλλων ψυχοθεραπευτών – συγγραφέων, θα έχουν παρατηρήσει ότι οι θεραπευτές αυτοί  “επιστρατεύουν” το άγγιγμα και τη σωματική επαφή ως μέρος της ψυχοθεραπείας. Κάτι τέτοιο μπορεί να ξενίσει έναν αναγνώστη (δικαιολογημένα ως έναν βαθμό), ή να τον κάνει να αναρωτηθεί κατά πόσο μια τέτοια ενέργεια κινείται εντός δεοντολογικών πλαισίων και προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων του πελάτη. Η αλήθεια όμως είναι ότι η απάντηση δεν είναι τόσο απλή. Παρακάτω θα παρατηρήσουμε σε τι συνίσταται η ορθή χρήση του θεραπευτικού αγγίγματος και τι το διαχωρίζει από την άσκοπη ή και αντιδεοντολογική και δυνάμει ζημιογόνα σωματική επαφή.
Η σωματική επαφή με τους πελάτες δεν συνιστά κατ’ ανάγκη διπλή σχέση. Παρόλα αυτά, συγκεκριμένες μορφές σωματικής επαφής μπορεί να οδηγήσουν στη δημιουργία μη θεμιτών μορφών αλληλεπίδρασης μεταξύ θεραπευτή και πελάτη. Μια τέτοια μη θεμιτή αλληλεπίδραση είναι, μεταξύ άλλων, και η σεξουαλική σχέση. Πολλοί θεραπευτές στο ξεκίνημα της καριέρας τους πλήττονται από ερωτήσεις του τύπου “ Πότε μπορώ να πω ότι η σωματική επαφή με έναν πελάτη είναι χρήσιμη ή όχι; Μπορεί το άγγιγμά μου να παρεξηγηθεί; Μήπως κινούμαι πάνω στη λεπτή γραμμή μεταξύ ενσυναισθητικής κατανόησης και δεοντολογικής κατάχρησης; Τι γίνεται αν αισθάνομαι σεξουαλική έλξη για έναν συγκεκριμένο πελάτη; “. Δυστυχώς, είναι αλήθεια ότι στην εποχή μας η σωματική επαφή στα πλαίσια μιας επαγγελματικής σχέσης μπορεί να εγκυμονεί κινδύνους. Για ορισμένους επαγγελματίες μάλιστα η σωματική επαφή με τους πελάτης αποτελεί ταμπού (Corey, 1999; Wolberg, 1972). 
Η σημασία του αγγίγματος
Η αφή συχνά αναφέρεται ως «μητέρα όλων των αισθήσεων», καθώς είναι η πρώτη αίσθηση που αναπτύσσεται στο έμβρυο (Montagu, 1971).  Πολύ πριν καταφέρουμε να δούμε μια εικόνα, να μυρίσουμε μια μυρωδιά, να γευτούμε, ή να ακούσουμε έναν ήχο, βιώνουμε εαυτούς και άλλους μας μέσω της αφής. Η αφή είναι η μόνη αίσθηση που χαρακτηρίζεται από αμοιβαιότητα. Δεν μπορούμε να αγγίξουμε έναν άλλο χωρίς να αγγίξουμε τους εαυτούς μας, και με αυτήν την έννοια, το άγγιγμα εμπεριέχει a priori μια μεγάλη δύναμη∙ τη δυνατότητα σχηματισμού ενός ισχυρού θεραπευτικού δεσμού για την επούλωση διάφορων ψυχικών τραυματισμών. Οι Hunter & Struve (1998) συνοψίζουν τις θεραπευτικές επιδράσεις του αγγίγματος και της σωματικής επαφής, υποδηλώνοντας ότι μπορούν να βοηθήσουν τον θεραπευτή να παρέχει πραγματική ή συμβολική επαφή και φροντίδα, να διευκολύνουν την πρόσβαση στην εξερεύνηση και στην επίλυση συναισθηματικών εμπειριών, να περιορίσουν και να αποκαταστήσουν σημαντικές και υγιείς διαστάσεις στις σχέσεις. Οι Glickauf-Hughs και Clance (1998), επισημαίνουν το ρόλο του αγγίγματος στην ανάπτυξη του Εγώ. Επιπλέον, οι Davis κ. συν (2017) ενθαρρύνουν τους θεραπευτές να κατανοήσουν τη νευροβιολογία του είδους προσκόλλησης και να μάθουν πώς να χρησιμοποιούν σωστά και αποτελεσματικά το θεραπευτικό άγγιγμα στις πρακτικές τους.
Φυσικά, η ισχύς της επαφής είναι τέτοια, που μπορεί να επιφέρει και μη θεμιτά αποτελέσματα. Εξαιτίας αυτού, η επαφή στην ψυχοθεραπεία θεωρείται ότι στοιχειοθετεί απειλή για την ακεραιότητα της θεραπευτικής διαδικασίας. Ο κίνδυνος και το ρίσκο, ωστόσο, δεν αποτελούν έγκυρους λόγους για την μη χρήση  της σημαντικής αυτής θεραπευτικής μεθόδου. Το να μην αγγίζει κανείς, μπορεί να έχει επίσης ισχυρά αποτελέσματα και αυτή η πτυχή φαίνεται να αγνοείται από τη γενική βιβλιογραφία στην ψυχοθεραπεία. Υπάρχουν προσεγγίσεις που χρησιμοποιούν ευρέως τη σωματική επαφή ως θεραπευτική τεχνική (π.χ Σωματοκεντρικές και, λίγο λιγότερο, Ανθρωποκεντρικές θεραπείες).Η έλλειψη επαφής, παρά ταύτα, μπορεί να έχει αντίκτυπο ακόμα και σε κατεξοχήν πιο απρόσωπες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις όπως η ψυχανάλυση. «Η απουσία φυσικής επαφής είναι πιθανό να προκαλέσει στρεβλώσεις μεταβίβασης (δηλ. Ο πελάτης μπορεί να βλέπει τον θεραπευτή απλά ως μια αποστασιοποιημένη και ψυχρή γονική φιγούρα») (Willison & Masson, 1986, σ. 488).
Τύποι αγγίγματος στην Ψυχοθεραπεία
Με βάση την ανασκόπηση των Zur και Nordmarken (2004), που βασίζεται εν μέρει και στις διατυπώσεις των Downey (2001), και Smith, et al., (1998), περιγράφονται παρακάτω ορισμένοι από τους τύπους σωματικής επαφής ανάμεσα στον θεραπευτή και τον πελάτη.
1) Τελετουργικές ή κοινωνικά αποδεκτές χειρονομίες χαιρετισμού ή αναχώρησης. Η επαφή αυτού του τύπου μπορεί να περιλαμβάνει χειραψία, αγκαλιά, ένα ελαφρό χτύπημα στην πλάτη και άλλες κοινωνικά και πολιτισμικά αποδεκτές χειρονομίες.
2) Παρηγορητικό άγγιγμα: Το κράτημα των χεριών ή των ώμων ενός πελάτη ή η παροχή μιας άνετης αγκαλιάς συνιστά συνήθως αυτό το είδος επαφής, το οποίο είναι κατά κύριο λόγο υποστηρικτικό και καταπραϋντικό. Συνήθως γίνεται ως απάντηση στη θλίψη, το πένθος, ή την αγωνία. 
3) Καθησυχαστικό άγγιγμα: Αυτή η μορφή επαφής είναι αρκετά παρόμοια με την προηγούμενη. Επιδιώκει να ενθαρρύνει και να καθησυχάσει τους πελάτες και συνήθως περιλαμβάνει ένα χτύπημα στην πλάτη ή τους ώμους.
4) Άγγιγμα επαναπροσανατολισμού: Αυτή η μορφή επαφής στοχεύει στο να βοηθήσει τους πελάτες να μειώσουν το άγχος ή την αποσύνδεση. Συνήθως βοηθάει τον πελάτη να αποκτήσει επίγνωση της σωματικής του έντασης 
5) Άγγιγμα αποτροπής βλάβης εαυτού και άλλων: Αυτός ο τύπος αγγίγματος προορίζεται να σταματήσει τις αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, παρα-αυτοκτονικές συμπεριφορές, ή απόπειρες αυτοκτονίας. Περιλαμβάνει επίσης τον κατάλληλο περιορισμό ενός ατόμου εκτός ελέγχου.
6) Επαφή ως διορθωτική εμπειρία: Αυτή η μορφή επαφής μπορεί να συνεπάγεται το κράτημα του πελάτη από έναν θεραπευτή, μέσα στα πλαίσια μιας συναισθηματικά έντονης εμπειρίας που έχει μεγάλη σημασία για τον πελάτη.
Σύμφωνα με τους Hunter and Struve (1998), « Ο μεγαλύτερος βαθμός οικειότητας της επαφής μεταξύ θεραπευτή και πελάτη, χαρακτηρίζεται από το κράτημα. Για το λόγο αυτό μια τέτοια πράξη πρέπει πάντα να γίνεται με ξεκάθαρο σκεπτικό και σκοπό». Φυσικά υπάρχουν και μη ενδεδειγμένοι τύποι επαφής στην ψυχοθεραπεία όπως το σεξουαλικό άγγιγμα, το εχθρικό και το τιμωρητικό άγγιγμα.  Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι οι παραπάνω κατηγορίες αφορούν την επαφή όταν αυτή εκκινείται από πρόθεση του θεραπευτή. Στην πραγματικότητα, η πρόθεση του θεραπευτή μπορεί να διαφέρει αν λάβει υπόψη του παράγοντες όπως ο αντίκτυπος ή η εμπειρία του πελάτη, τα προσωπικά χαρακτηριστικά του, το φύλο, την υποκείμενη κατάσταση και το πολιτισμικό του υπόβαθρο. Όπως γνωρίζουμε, οι θεραπευτές μπορεί να επιδιώκουν να καταπραΰνουν έναν πελάτη κρατώντας το χέρι του. Παρόλα αυτά, κάποιοι οι πελάτες μπορεί να βιώσουν μια τέτοια χειρονομία ως έλεγχο, παραβίαση προσωπικών ορίων, περιορισμό ή και ως σεξουαλική υπέρβαση. Η εμπειρία του εκκινητή (θεραπευτή) και του παραλήπτη (πελάτη) δεν φαίνεται να ταιριάζει πάντα και αυτό είναι κάτι που πρέπει να υπάρχει στο μυαλό όλων των θεραπευτών, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις η ευθύνη βαραίνει τον θεραπευτή λόγω του γεγονότος ότι βρίσκεται σε θέση ισχύος.
Ενδείξεις και Αντενδείξεις της σωματικής επαφής σε μια κλινική συνθήκη
Για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, αρκετές φορές οι θεραπευτές μπορεί να μην επιτρέπουν στον εαυτό τους να αισθάνονται την ανάγκη να αγγίξουν τους πελάτες τους από συμπόνια ή από φόβο μήπως οι πράξεις τους παρερμηνευθούν. Είναι αλήθεια, για παράδειγμα, ότι συχνά η σεξουαλική επαφή μεταξύ των θεραπευτών και των πελατών τους ξεκινά από τη μη αναγκαία σωματική επαφή. Άλλοι θεραπευτές αντιτίθενται στη σωματική επαφή υποστηρίζοντας ότι μια τέτοια πρακτική μπορεί να δημιουργήσει εξαρτητικές σχέσεις εντός της θεραπευτικής σχέσης, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι ακριβώς μια τέτοια πρακτική μπορεί να ευνοήσει την σύναψη και  την εγκαθίδρυση της θεραπευτικής σχέσης  (rapport).
Αυτό που μπορεί να ειπωθεί με σιγουριά είναι ότι η ερωτική επαφή με τους πελάτες είναι ανήθικη και ότι  η σωματική επαφή δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως μια τεχνική θεραπείας αν δεν αισθάνεται ο θεραπευτής πραγματικά την ανάγκη να αγγίξει τον πελάτη του ως ένδειξη συμπαράστασης, αλλά ούτε και για να αισθανθεί  ο ίδιος ο θεραπευτής καλύτερα. Η επαφή θα πρέπει να είναι μια αυθόρμητη και ειλικρινής έκφραση που να ταιριάζει με το συγκεκριμένο θεραπευτικό πλαίσιο. Οι πελάτες, από την άλλη, κάποιες φορές μπορεί όντως να χρειάζονται να βιώσουν και να εκφράσουν τον ψυχικό τους πόνο, και το άγγιγμα σε τέτοιες στιγμές μπορεί να μπορεί να διακόψει αυτό που αισθάνονται. Οι πελάτες μπορούν να διακρίνουν την ποιότητα ενός αγγίγματος. Συνεπώς, αν οι ίδιοι δεν εμπιστευθούν το άγγιγμα του θεραπευτή, δύσκολα θα εμπιστευθούν και τα λόγια του.
Όσον αφορά στις περιπτώσεις που το άγγιγμα δεν αποτελεί την ενδεδειγμένη πρακτική, ο Durana (1998) υποστηρίζει ότι το άγγιγμα συνήθως αντενδείκνυται σε πελάτες που είναι παρανοϊκοί, εχθρικοί ή επιθετικοί, ή που απαιτούν έμμεσα ή ρητά τη σωματική επαφή. Αντενδείκνυται επίσης, σε πελάτες των οποίων οι θρησκευτικές και πολιτισμικές τους αντιλήψεις δε συνάδουν με το σκεπτικό πίσω από τη σωματική επαφή (Rowan, 2000; Schutte, Malouff, & Adams, 1988; Torres, 2002), καθώς και σε πελάτες θύματα αιμομιξίας και κακοποίησης. Σημαντική παράμετρος είναι και το φύλο. Παρατηρείται ότι η υψηλότερη συχνότητα σωματικής επαφής λαμβάνει χώρα μεταξύ ανδρών θεραπευτών και των γυναικών πελατών τους (Brodsky, 1985). Έχει αναφερθεί επίσης στη βιβλιογραφία ότι γυναίκες που αγγίζονται από άνδρες θεραπευτές μπορεί να αισθάνονται υποτιμημένες λόγω κοινωνικών στερεοτύπων (Alyn, 1998). Τέλος σε ό,τι αφορά τα παιδιά και τους εφήβους, έχει βρεθεί ότι οι θεραπευτές τείνουν να αγγίζουν τα παιδιά πιο συχνά από ό,τι αγγίζουν αντίστοιχα τους ενήλικες πελάτες τους, και ότι οι γυναίκες θεραπεύτριες αγγίζουν τα παιδιά πιο συχνά από ό, τι οι άνδρες θεραπευτές (Cowen, et al., 1983). Τα υπερδραστήρια παιδιά και οι επιθετικοί έφηβοι τείνουν, με τη σειρά τους, να αντιδρούν αρνητικά στο άγγιγμα (Bauer, 1977).
Κλείνοντας, θα λέγαμε ότι η σωματική επαφή στην ψυχοθεραπεία αναντίρρητα αποτελεί ένα κρίσιμο και περίπλοκο ζήτημα. Αφενός,  η προφορική επικοινωνία είναι πιθανώς η πιο κοινή και προτιμώμενη μορφή επικοινωνίας εντός του θεραπευτικού πλαισίου λόγω της ασφάλειας που παρέχει. Αφετέρου, η σωματική επαφή μιλά τη δική της γλώσσα, μεταφέρει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και γινόμαστε αντιληπτοί. Είναι η πρώτη μορφή επικοινωνίας από τη σύλληψη, μέχρι τη στιγμή που γεννιόμαστε. Όταν η επαφή είναι ανεπαρκής, απουσιάζει ή είναι παρεισφρητική, καταγράφεται και αποτυπώνεται σε ψυχοσωματικά και ψυχολογικά συμπτώματα και διαταραχές. Ο συνδυασμός λεκτικής επικοινωνίας και σωματικής επαφής  μπορεί να αυξήσει σημαντικά την ενσυναίσθηση, την ασφάλεια, την ηρεμία και την άνεση, καθώς και να ενισχύσει την αίσθηση του πελάτη να ακουστεί, να ιδωθεί, να κατανοηθεί και να αναγνωριστεί από τον  θεραπευτή του. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν περιπτώσεις όπου το άγγιγμα δεν είναι απλώς μια σύσταση, αλλά είναι απαραίτητο - προσφέροντας μια ευκαιρία για διορθωτική εμπειρία και ψυχολογική θρέψη. Εν τέλει, η δύναμη της σωματικής επαφής συνοψίζεται καλύτερα στην παρακάτω φράση: «το άγγιγμα είναι σαν τη φωτιά. Μπορεί να προσφέρει φως, ζεστασιά και φροντίδα, ή να επιφέρει καταστροφικές και επιβλαβείς συνέπειες». (Smith et al. 1998).
Κείμενο: Σωζόπουλος Χρήστος, Ψυχολόγος – Ειδ. Συστημικός ψυχοθεραπευτής.
Βιβλιογραφία
Alyn, J. H. (1988). The politics of touch in therapy: A response to Willison & Masson. Journal of Counseling & Development, 66(9), 432-433.
Bauer, B. (1977). Tactile-sensitive behavior in hyperactive and non-hyperactive children. American Journal of Occupational Therapy, 31(7), 447-453.
Berendsen, P. (2017). The Intervention of Touch in Psychotherapy and Trauma Treatment. In Rovers M., Malette J., & Guirguis-Younger M. (Eds.), Touch in the Helping Professions: Research, Practice and Ethics (pp. 85-106). University of Ottawa Press. Retrieved June 6, 2020, from www.jstor.org/stable/j.ctv5vdcvd.9
Brodsky, A. M. (1985). Sex between therapists and patients: Ethical gray areas. Psychotherapy in Private Practice, 3(1), 57-62.
Corey, G. (2005). Θεωρία & Πρακτική της Συμβουλευτικής & της Ψυχοθεραπείας. (Μ. Μπαρμπάτση, Μετάφ.). Αθήνα: Έλλην. (Το πρωτότυπο βιβλίο δημοσιεύθηκε το 1999).
Cowen, E. L., Weissberg, R. P., & Lotyczewski, B. S. (1983). Physical contact in interactions between clinicians and young children. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 51(1), 132-138.
Davis, I., Rovers, M., & Petrella, C. (2017). Touch deprivation and counselling as healing touch. In M. Rovers, J. Malette, & M. Guirguis-Younger (Eds.), Touch in the helping professions: Research, practice, and ethics (pp. 13-31). University of Ottawa Press. 
 Downey, D. L. (2001). Therapeutic touch in psychotherapy. Psychotherapy, 36, 35–38
Durana, C. (1998). The use of touch in psychotherapy: Ethical and clinical guidelines. Psychotherapy: Theory, Research, Practice, Training, 35(2), 269-280. https://doi.org/10.1037/h0087817
Glickauf-Hughes, C., & Clance, P. R. (1998). An individualized and interactive object relations perspective on the use of touch in psychotherapy. In W. L. Smith, P. R. Clance, & S. Imes (Eds.), Touch in psychotherapy: Theory, research, and practice (pp. 153-169). Guilford Press.
Hunter, M., & Struve, J. (1998). The ethical use of touch in psychotherapy. Sage Publications.
Montagu, A. (1971). Touching: The human significance of the skin.  Columbia University Press.
Phelan, J. E. (2009). Exploring the use of touch in the psychotherapeutic setting: A phenomenological review. Psychotherapy: Theory, Research, Practice, Training, 46(1), 97-111.
Rowan, J. (2000). The three bodies in psychotherapy. European Journal of Psychotherapy, Counselling and Health, 3, 193–207
Schutte, N. S., Malouff ,J.M., & Adams, C. J.(1988). A self-report measure of touching behavior. The Journal of Social Psychology, 128, 597–604
Smith,E. W. L., Clance,P., & Imes, S. (1998). Touch in Psychotherapy: Theory, Research, and Practice. NewYork: Guilford Press
Willison, B. G., & Masson, R. L. (1986). The role of touch in psychotherapy: An adjunct to communication. Journal of Counseling & Development, 64(8), 497-500.
Wolberg, L. (1972). The Technique of Psychotherapy (p.606). New York: Grune and Stratton.
Zur, O., & Nordmarken, N. (2004). To touch or not to touch: Rethinking the prohibition on touch in psycho-therapy and counseling. Clinical and ethical considerations. Sonoma, CA: Zur Institute.
#inmedhealth
►Βρείτε μας στο Facebook: shorturl.at/aknuQ
►Βρείτε μας στο Instagram: shorturl.at/vC079
►Βρείτε μας στο Linkedin: shorturl.at/isY08
►Επικοινωνήστε μαζί μας στο inmedhealth.blogspot.gr@gmail.com
Βρείτε μας στο Youtube!
*Οι απόψεις των εθελοντών αρθρογράφων είναι απολύτως προσωπικές και δεν εκφράζουν απαραίτητα την άποψη του ιδιοκτήτη.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια