ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ | INMEDHEALTH

Κρίσιμες παράμετροι στην Ψυχοθεραπευτική διαδικασία.

Μέρος 1ο: Ο ρόλος του χιούμορ και της σιωπής.

Στο προηγούμενο άρθρο έγινε μια εισαγωγή στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία. Η ψυχοθεραπεία, ιδωμένη ως βαθιά και συχνά συναισθηματικά φορτισμένη μορφή επικοινωνίας, χαρακτηρίζεται από όλα εκείνα τα στοιχεία και τους κανόνες που διέπουν τον διαλογικό τρόπο συναλλαγής δύο ή περισσότερων ανθρώπων. Για την ακρίβεια, στη διάρκεια μιας συνεδρίας διαμείβονται πολλά περισσότερα από έναν απλό διάλογο, όσο ουσιώδης και περιεκτικός κι αν είναι. Αυτό σημαίνει ότι πέρα από τις παραμέτρους που προωθούν το διάλογο και τη θεραπευτική του δύναμη (θεραπευτικό κλίμα, ενσυναίσθηση, κατανόηση, σεβασμός και αποδοχή), υπάρχουν και ορισμένες δυνητικά  “γκρίζες”  ζώνες,  οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν είτε προς την θετική είτε προς την αρνητική έκβαση, ανάλογα με τον τρόπο χειρισμού τους εκ μέρους του θεραπευτή. Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε δύο από αυτές τις παραμέτρους:  To χιούμορ και τη σιωπή.

Χιούμορ

Σύμφωνα με τον Corey (1999) “Παρόλο που η θεραπεία αποτελεί πολύ σοβαρή υπόθεση, είναι εν γένει θετικό και ωφέλιμο να εμπλουτίζεται από χαρούμενη διάθεση, τόσο από τη μεριά του θεραπευτή, όσο και από τη μεριά του πελάτη. Χιούμορ και τραγωδία συχνά συνδέονται στενά μεταξύ τους και γι’ αυτό θεωρείται σημαντικό  να επιτρέπουμε στον  εαυτό μας να βιώσει ακόμη και φοβερά επώδυνες εμπειρίες, ώστε να μπορέσουμε να νιώσουμε κάποια λύτρωση γελώντας με το πόσο σοβαρή μπορεί να θεωρούμε την κατάσταση” (σ. 62). Πράγματι, η συνειδητοποίηση ότι δεν είμαστε μόνοι μέσα στον πόνο μας, ούτε οι μόνοι που βιώνουμε αρνητικά συναισθήματα, επιφέρει μια ανακούφιση που, αν αναγνωριστεί από τους θεραπευτές, μπορεί να δώσει μεγάλη ώθηση στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία, αρκεί φυσικά και οι ίδιοι οι θεραπευτές να είναι πεπεισμένοι με τη σειρά τους ότι το χιούμορ και το γέλιο δεν εμποδίζουν απαραίτητα την επίτευξη του στόχου και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πρόσθετα εργαλεία στη φαρέτρα τους.

Είναι όμως το χιούμορ πάντα θετικό; Ο αντίλογος

O Lawrence Kubie (1971), υποστηρίζει ότι το χιούμορ δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται, παρά ελάχιστα, στην ψυχοθεραπεία. Η επιχειρηματολογία του στηρίζεται στο γεγονός ότι οι χιουμοριστικές παρατηρήσεις και τα σχόλια εκ μέρους του θεραπευτή μπορεί να λειτουργήσουν ως φραγμός στη ροή των συναισθημάτων και των σκέψεων του πελάτη, ενώ ακόμα μπορεί να υποδηλώνουν και συγκεκαλυμμένη εχθρική διάθεση. Εκτός αυτού, πολλές φορές ο πελάτης δεν μπορεί να αντιληφθεί αν ο θεραπευτής μιλά σοβαρά ή κάνει χιούμορ και αυτό μπορεί να περιπλέξει τα πράγματα.  Επιπλέον, ενδέχεται η χρήση του χιούμορ (και κατά συνέπεια του γέλιου) να  αποσκοπεί στο να καλύψει το άγχος του θεραπευτή, ή στην προσπάθειά του να αποφύγει να αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο θέματα που εγείρουν μέσα του ψυχολογική δυσφορία. Δευτερογενής συνέπεια αυτής της ‘κάλυψης’ μπορεί να είναι και η ενίσχυση των αμυνών και των νευρώσεων  του πελάτη.  Ιδιαίτερα σε  ανθρώπους που υποτιμούν τις δυνατότητές τους με το να χλευάζουν τους ίδιους τους εαυτούς τους, η χρήση χιούμορ από την πλευρά του θεραπευτή ίσως δεν αποτελεί την ενδεδειγμένη πρακτική.  

Ο Kubie συνεχίζει, λέγοντας πως το χιούμορ μπορεί να υποκινηθεί και  από την αντίστροφη πλευρά.  Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ο πελάτης μπορεί να χρησιμοποιεί το χιούμορ για να ‘προσελκύσει’ τον θεραπευτή υποβαθμίζοντας τo θεραπευτικό του ρόλο και ετεροκατευθύνοντας τη συζήτηση σε απλή φιλική, αλλά αποπροσανατολιστική κουβεντούλα.  Τέλος, υποστηρίζει ότι, αν και μερικές φορές οι έμπειροι θεραπευτές χρησιμοποιούν αποτελεσματικά το χιούμορ, δε συμβαίνει το ίδιο με τους αρχάριους θεραπευτές. Οι τελευταίοι, στην προσπάθεια να μιμηθούν τους εμπειρότερους, ενδεχομένως να προκαλέσουν μεγαλύτερη ζημιά παρά όφελος. Επομένως, το χιούμορ, για τον Kubie, παραμένει ένα πολύ ισχυρό όπλο στα χέρια του θεραπευτή και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται.

Σε έρευνα με βρετανούς θεραπευτές (Bloch & McNab, 1987), βρέθηκε ότι οι περισσότεροι συμμετέχοντες (θεραπευτές) πρότειναν ότι η αποτελεσματική προώθηση του χιούμορ εξαρτάται από την επίγνωση του θεραπευτή για τη δική του αίσθηση του χιούμορ και πώς αυτό θα μπορούσε να εκφραστεί στη θεραπεία. Οποιαδήποτε θεωρητική προσέγγιση για την ενσωμάτωση του χιούμορ στη θεραπεία δεν φάνηκε να θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική. Σταχυολογώντας, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η χρήση του χιούμορ εξαρτάται 1) από την εμπειρία του θεραπευτή, 2) την προσωπική αίσθηση του χιούμορ, 3) το άτομο που έχει απέναντί του και τη σχέση του με αυτό, 4) την κατάσταση του ατόμου αυτού, 5) τον επιδιωκόμενο στόχο,  6) τον χρόνο και τον τρόπο με τον οποίο εισάγει το χιούμορ στη ψυχοθεραπευτική διεργασία,  7) το σημείο στο οποίο βρίσκεται η ψυχοθεραπεία, 8) το γενικότερο πλαίσιο μέσα στη συνεδρία. Σε κάθε περίπτωση ο θεραπευτής πρέπει να μπορεί να διακρίνει τη διαφορά ανάμεσα στο χιούμορ που αποσπά την προσοχή και στο χιούμορ που ενδυναμώνει τη θεραπεία (Corey, 1999).

Σιωπή…


Οι στιγμές σιωπής κατά τη διάρκεια μίας συνεδρίας μπορεί να φαίνονται ώρες στους νέους θεραπευτές. Δεν είναι ασύνηθες φαινόμενο να νιώθουμε άβολα σε τέτοιες στιγμές και να προσπαθούμε να σπάσουμε τη σιωπή, προκειμένου να ανακουφιστούμε από το άγχος μας. Στην πραγματικότητα,  όταν μια συνομιλία λήγει για περισσότερα από 200 χιλιοστά του δευτερολέπτου, οι περισσότεροι άνθρωποι αισθάνονται την ανάγκη να ανακουφίσουν την αυξανόμενη ένταση συμπληρώνοντας τα κενά. (Stivers, 2009). Παρόλα αυτά, αποτελεί καθήκον ενός νέου θεραπευτή να αντιμετωπίσει το άγχος που τον διακατέχει σχετικά με το να αφήσει τη συνομιλία να καθυστερήσει. Ειδικά στη θεραπεία, η σιωπή μπορεί να είναι εξίσου ισχυρή (αν όχι περισσότερο) με οποιαδήποτε λέξη που μπορούμε να αρθρώσουμε.

Σημασίες και οφέλη της σιωπής


Η λεκτική επικοινωνία συνιστά πρωτευούσης σημασίας ζήτημα για τις περισσότερες μορφές ψυχοθεραπείας. Περιγράφουμε την εμπειρία μας με λέξεις, αναζητώντας συχνά μια κοινή αίσθηση νοήματος για να ικανοποιήσουμε την ανάγκη μας να μας “κατανοούν”.  Δεν παραγνωρίζουμε ωστόσο, ότι ταυτοχρόνως ζούμε σε έναν κόσμο όπου ο βαθύς σεβασμός υποδηλώνεται παγκοσμίως από τη σιωπή. Για παράδειγμα, τιμούμε τους νεκρούς με μια στιγμή σιωπής. Μπροστά στην τραγωδία ενός συνανθρώπου μας, η “ενός λεπτού σιγή” είναι συχνά η μόνη κατάλληλη απάντηση. Για το λόγο αυτό, είναι σημαντικό να υπάρχει ένα μέρος για να αναδυθεί ο “μη λεκτικός”,  ήσυχος εαυτός.

Στην ψυχοθεραπεία η σιωπή αυτή μπορεί να έχει πολλές σημασίες. Σύμφωνα με την Hartwell (2017):

1) Η σιωπή του θεραπευτή μπορεί να βοηθήσει τον πελάτη να παραμείνει υπεύθυνος για τη συνεδρία. Όταν δεν ακολουθούμε μια άκρως κατευθυντική πορεία, ο πελάτης μπορεί να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για τον καθορισμό του στόχου της συνεδρίας και να αποφασίσει τι είναι πιο σημαντικό για τον ίδιο.
2) Η “άνετη σιωπή” μπορεί να προσφέρει αυτό που  ο D.W. Winnicott ονομάζει “περιβάλλον κρατήματος”. Σε μια τέτοια σιωπή, ο πελάτης μπορεί να αισθάνεται ασφαλής. Η σιωπή δείχνει ότι υπάρχει χώρος στην ώρα της θεραπείας για το άτομο, ώστε να επιδοθεί σε σοβαρή ενδοσκόπηση. Επιπλέον, οι πελάτες μπορεί να βιώσουν την έλλειψη άμεσων απαντήσεων εκ μέρους του θεραπευτή, ως εμπιστοσύνη στην ικανότητά τους να αντιμετωπίζουν τα δυσάρεστα γι’ αυτούς ζητήματα.
3) Η σιωπή μπορεί να επιβραδύνει τα πράγματα με παραγωγικό τρόπο. Ένας πελάτης που αισθάνεται ανησυχία αναφορικά με την επίλυση ενός προβλήματος, μπορεί πρόωρα να οδηγηθεί σε μια λύση ή να λάβει αποφάσεις με γνώμονα το απορρέον άγχος. Ο θεραπευτής μπορεί να προτείνει ότι και οι δύο χρειάζονται λίγα λεπτά για να καθίσουν ήσυχα και να σκεφτούν τη χρησιμότητα μιας τέτοιας απόφασης πριν καταλήξουν σε συμπεράσματα.
4) Υποστηρικτικά, η σιωπή μπορεί να ασκήσει κάποια θετική “πίεση” στον πελάτη για να σταματήσει, να προβληματιστεί και να αξιολογήσει κάποιες σκέψεις που απέκτησε κατά τη διάρκεια της συζήτησης. Οι μη λεκτικές νύξεις - σήματα υπομονής και ενσυναίσθησης από τον θεραπευτή μπορούν να ενθαρρύνουν τον πελάτη να εκφράσει σκέψεις και συναισθήματα που διαφορετικά θα καλυπτόταν από υπερβολικά ανήσυχη συζήτηση.
5) Η εμπαθητική - υποστηρικτική σιωπή μπορεί να σηματοδοτεί ενσυναίσθηση. Όταν ο θεραπευτής ανταποκρίνεται με μη λεκτικά στοιχεία ευγένειας και κατανόησης σε καταστάσεις μεγάλης ψυχικής δυσφορίας (τραυματικές εμπειρίες, απώλεια, έντονος συναισθηματικός πόνος), μπορεί να σημαίνει κάτι περισσότερο από αμήχανες προσπάθειες λεκτικής έκφρασης της κατανόησης. Στην πραγματικότητα, για ορισμένες καταστάσεις, δεν υπάρχουν λέξεις που να είναι κατάλληλες για να τις περιγράψουν και να τις απαλύνουν - τουλάχιστον στην αρχή.
6) Η σιωπή μπορεί να μας βοηθήσει όταν αισθανόμαστε ότι “κολλάμε”. Μάλιστα, ο Carl Rogers είχε επανειλημμένα δηλώσει:  “όταν αμφιβάλλετε για το τι να κάνετε, ακούστε”.
7) Η σιωπή μπορεί να δώσει στον θεραπευτή χρόνο να σκεφτεί. Μπορούμε να μειώσουμε το άγχος του πελάτη για τη σιωπή μας, με μια λεκτική επισήμανση όπως: "Αφήστε με να σκεφτώ για λίγο για αυτό που μόλις είπατε."  Ένα τέτοιο σχόλιο σηματοδοτεί σεβασμό για τις ιδέες και τα συναισθήματα του πελάτη, ενώ ταυτόχρονα επικουρεί  την προσπάθεια του θεραπευτή στο να αφιερώσει χρόνο για να διαλέξει αυτό που είναι καλύτερο και προτιμότερο να πει.

Φυσικά, όπως στην περίπτωση του χιούμορ έτσι και στην περίπτωση της σιωπής, υπάρχει και εδώ ο αντίλογος. Ορισμένες φορές η σιωπή μπορεί να μη σημαίνει τίποτα από τα παραπάνω. Ορισμένες φορές μπορεί ο πελάτης να περιμένει από τον θεραπευτή απλά να κάνει το επόμενο βήμα και να οδηγήσει τη συζήτηση, ενώ άλλες μπορεί η σιωπή εκ μέρους του θεραπευτή να ερμηνευθεί από τον πελάτη ως απόκρυψη και απόρριψη. Εάν ο πελάτης αισθάνεται ότι απειλείται από την έλλειψη ανταπόκρισης, η θεραπεία δεν θα τελεσφορήσει. Μια ανήσυχη αντίδραση θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με μια καθησυχαστική απάντηση.  Επιπροσθέτως, μπορεί ένας από τους δύο να αισθάνεται πλήξη και ανία, να σκέφτεται κάτι άλλο ή απλώς να μην έχει τίποτα να πει εκείνη τη στιγμή. Μπορεί η σχέση ανάμεσα στα δύο πρόσωπα να είναι επιφανειακή και μια σιωπή εκπορευόμενη από τον φόβο και τον δισταγμό, να αποτελεί τροχοπέδη για την σφυρηλάτηση μιας βαθύτερης σχέσης. Πελάτης αλλά και θεραπευτής (σπανιότερα) ενδέχεται ακόμη και να αισθάνονται εχθρικά  ο ένας για τον άλλο. Σε μια τέτοια περίπτωση μπορεί ο πελάτης να θέλει να προκαλέσει τον θεραπευτή αναλογιζόμενος το πώς θα μπορέσει ο θεραπευτής να τον πλησιάσει και να τον πείσει για τη χρησιμότητα της ψυχοθεραπείας. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα συχνά με τους επονομαζόμενους “απαιτητικούς” και με τους “απρόθυμους” πελάτες, καθώς και στις περιπτώσεις ακούσιας νοσηλείας. Ακόμη, η σιωπή μπορεί να ανακινεί μεγαλύτερα συναισθήματα αμηχανίας και ανασφάλειας στην ομαδική ψυχοθεραπεία απ’ ότι στην ατομική. Η συλλογική σιωπή διεγείρει δυναμικά, και πολλές φορές είναι τόσο “εκκωφαντική”, ώστε μπορεί να “πνίξει” έναν πρωτόπειρο θεραπευτή, αλλά και την ομάδα.  Τέλος, κρίσιμοι παράγοντες για την αποτελεσματικότητα της σιωπής κρίνονται και εδώ η εμπειρία του θεραπευτή, η ποιότητα της θεραπευτικής σχέσης και η υφιστάμενη κατάσταση του πελάτη. Σε καταστάσεις έντονης διέγερσης και ψυχωτικής συμπεριφοράς η σιωπή δεν φαίνεται να ενδείκνυται (Ladany, Hill, Thompson, & O’Brien, 2006).
Επιλογικά, μπορούμε να πούμε ότι η σιωπή είναι ένα ισχυρό εργαλείο, το οποίο οφείλουμε να το χρησιμοποιήσουμε και να το αναπτύξουμε προσεκτικά. Ακολούθως, είναι απαραίτητο να εκπαιδεύσουμε τους πελάτες μας να αναγνωρίζουν τη διαφορά μεταξύ συνηθισμένης συνομιλίας και ψυχοθεραπείας. Η συνομιλία απαιτεί ταχεία εναλλαγή λεκτικών αποκρίσεων. Η ψυχοθεραπεία, όμως, απαιτεί αργή, προσεκτική εξέταση των συναισθημάτων και των ιδεών καθώς εργαζόμαστε προς την επίτευξη ενός στόχου. Για να πραγματοποιηθεί αυτός ο στόχος, πρέπει να περάσουμε και από το στάδιο της σιωπής. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο επομένως, η σιωπή μπορεί να είναι ανανεωτική με τεράστια ψυχοθεραπευτική σημασία. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι και ο μεγάλος ψυχαναλυτής Sandor Ferenczi (1916) έγραψε: “Ο λόγος είναι ασήμι, αλλά η σιωπή είναι χρυσάφι”.

Κείμενο: Σωζόπουλος Χρήστος, Ψυχολόγος

Βιβλιογραφία

Bloch, S., & McNab, D. (1987).  Attitudes of British Psychotherapists Towards the Role of Humour in Psychotherapy. British Journal of Psychotherapy, 3(3), 216-225.
Corey, G. (2005). Θεωρία & Πρακτική της Συμβουλευτικής & της Ψυχοθεραπείας. (Μ. Μπαρμπάτση, Μετάφ.). Αθήνα: Έλλην. (Το πρωτότυπο βιβλίο δημοσιεύθηκε το 1999).
Hartwell, W. M. (2017). The Importance of Therapist Silence. Psych Central. Retrieved on May, 21, 2020 from https://pro.psychcentral.com/the-importance-of-therapist-silence/
Kubie, S. L. (1971). The Destructive Potential of Humor in Psychotherapy. The American Journal of Psychiatry, 127(7), 861-866.
Ladany, N.,  Hill, E. C., Thompson, J. B & O'Brien, M. K (2004) Therapist perspectives on using silence in therapy: A qualitative study. Counselling and Psychotherapy Research, 4:1, 80-89
Stivers, T., Enfield, N.J.,  Brown, P.,  et.al. (2009).  Universals and cultural variation in turn-taking in conversation. Proceedings of the National Academy of Sciences of the United States of America,106, 26.

Για περαιτέρω εμβάθυνση:

Chapman, J. A., Foot, C. H., & Wiley, J. (1976). Humour and Laughter: Theory Research and Applications. New York : Routledge, Taylor and Francis Group, 2017.
Daniel, I.F. S., Folke, S., Lunn, S., Gondan, M., & Poulsen, S. (2015). Mind the gap: In-session silences are associated with client attachment insecurity, therapeutic alliance, and treatment outcome. Journal of Psychotherapy Research, 28(2), 203-216.
Denham-Vaughan, J., & Edmond, V. (2010).  The Value of Silence.  Gestalt Journal of Australia and New Zealand, 6(2), 5-19.

Dionigi, A., & Canestrari, C. (2018). The use of humor by therapists and clients in cognitive therapy. The European Journal of Humour Research, 6(3) 50–67.
Hill, E.C., Thompson, J.B., & Ladany, N. (2003) Therapist use of silence in therapy: a survey. J Clin Psychol., 59(4), 513‐524.
Knutson, H. V.,  & Kristiansen, A.  (2015) Varieties of Silence: Understanding Different Forms and Functions of Silence in a Psychotherapeutic Setting. Contemporary Psychoanalysis, 51(1), 1-30.
Levitt, H. (2010). Sounds of Silence in Psychotherapy: The Categorization of Clients' Pauses. Psychotherapy Research, 11, 295-309.
Mosak, H. H. (1987). Ha, Ha And Aha: The Role Of Humor In Psychotherapy. New York: Routledge, Taylor and Francis Group, 2017
Rosenheim, E. (1974). Humor in Psychotherapy: An Interactive Experience. The American Journal of Psychotherapy, 28(4), 584-591. (Published Online, Apr 2018).
Van der Wal, N., & Kok, R. (2019). Laughter-Inducing Therapies: Systematic Review and Meta-Analysis. Social Science & Medicine, 232, 473-488.
Warin, T., Silence in Psychotherapy.Therapists’ difficulties in using silence as a therapeutic technique. [dissertation]. Auckland University of Technology; 2007.

Yalom, D. I. (2006). Θεωρία και Πράξη της Ομαδικής Ψυχοθεραπείας. (Ε. Ανδριτσάνου, Μετάφ.). Αθήνα: Άγρα. (Το πρωτότυπο βιβλίο δημοσιεύθηκε το 1970).
Zhao, J., Yin, H., Zhang, G., et al. (2019). A meta‐analysis of randomized controlled trials of laughter and humour interventions on depression, anxiety and sleep quality in adults. Journal of Advanced Nursing, 75(11), 2435-2448.

#inmedhealth
►Βρείτε μας στο Facebook: shorturl.at/aknuQ
►Βρείτε μας στο Instagram: shorturl.at/vC079
►Βρείτε μας στο Linkedin: shorturl.at/isY08
►Επικοινωνήστε μαζί μας στο inmedhealth.blogspot.gr@gmail.com

Βρείτε μας στο Youtube!


*Οι απόψεις των εθελοντών αρθρογράφων είναι απολύτως προσωπικές και δεν εκφράζουν απαραίτητα την άποψη του ιδιοκτήτη.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια