ΠΕΡΙ ΑΠΩΛΕΙΑΣ, ΘΡΗΝΟΥ ΚΑΙ ΠΕΝΘΟΥΣ | INMEDHEALTH

Περί απώλειας, θρήνου και πένθους

Η απώλεια αποτελεί αναπόσπαστο κεφάλαιο στη ζωή κάθε ανθρώπου. Είτε πρόκειται για μια απώλεια ήσσονος σημασίας, είτε για έναν συμβολικό ή πραγματικό θάνατο,  μαζί με την απώλεια του προσώπου, του ρόλου ή του πράγματος, καταλήγει μαζί στα “ψυχολογικά απολεσθέντα” και ένα κομμάτι του εαυτού μας. Αν περιδιαβεί κανείς στη αρχαία φιλοσοφική, αλλά και στη λογοτεχνική μας παράδοση, θα διαπιστώσει ότι η ζωή και ο θάνατος προχωρούν παράλληλα, χωρισμένοι από μία πολύ λεπτή γραμμή και χορεύοντας ένα τάνγκο, στο οποίο κάποιες φορές τα βήματα μπερδεύονται. Για ορισμένους ανθρώπους ο θάνατος είναι το τέλος της γραμμής, ενώ για όσους η θρησκευτική πίστη αποτελεί στήριγμα στη ζωή τους, ο θάνατος συνιστά ένα νέο ξεκίνημα και μια ελπίδα για μια καλύτερη μεταθανάτια ζωή. Ανεξάρτητα από τις προσωπικές νοηματοδοτήσεις, θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε ότι ο θάνατος είναι αυτός που δίνει ουσία στην ίδια τη ζωή και ότι δεν αφήνει κανέναν ανεπηρέαστο.
Προτού προχωρήσουμε στην ανάλυση ζητημάτων αναφορικά με την απώλεια και το πένθος, θα πρέπει πρώτον να διευκρινισθεί ότι η έννοια της απώλειας είναι εξαιρετικά ευρεία, επομένως είναι πρακτικά αδύνατο να χωρέσουν σε ένα άρθρο όλες οι μορφές απώλειας και οι ιδιαιτερότητές τους. Για το λόγο αυτό, εδώ θα αναφερθούμε κυρίως στην απώλεια μέσα από το πρίσμα του πένθους για το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου. Δεύτερον, θα πρέπει να διασαφηνίσουμε ορισμένες έννοιες, όπως το τι είναι πένθος, θλίψη και θρήνος. Σύμφωνα με σύγχρονους ορισμούς (American Psychiatric Association, 2013· M. S. Stroebe, Hansson, Stroebe, & Schut, 2008), το πένθος (bereavement)  συνιστά την αντικειμενική κατάσταση απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου λόγω θανάτου και περιλαμβάνει αντιδράσεις θλίψης και θρήνου. Ως θλίψη (grief), ορίζεται η συναισθηματική αντίδραση ενός ατόμου στον θάνατο προσφιλούς προσώπου και, αντίστοιχα, ως θρήνος (mourning) ορίζεται η κοινωνική αντίδραση ενός ατόμου στον θάνατο προσφιλούς προσώπου, εκφραζόμενη μέσα από τυπικές κοινωνικές εκδηλώσεις πένθους. 

Η Διεργασία του Θρήνου

Το πένθος είναι ένα γεγονός που δεν το επιλέγουμε. Κατά μία έννοια πέφτουμε “θύματα“ της απώλειας,  γινόμαστε οι απρόθυμοι επιζώντες σε καταστάσεις που πολύ ευχαρίστως θα αποφεύγαμε, αν είχαμε τη δυνατότητα της επιλογής. Η άποψη αυτή της “θυματοποίησης” ενδεχομένως να υποδαυλίζεται και από τα παραδοσιακά μοντέλα για τον θρήνο.  Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Lindemann (1944), το άτομο που πενθεί περνάει τα εξής στάδια θρήνου: σοκ - δυσπιστία, οξύς θρήνος και επίλυση. Αντίστοιχα, το σημαντικό έργο της Elizabeth Kubler-Ross (1969), που αποτελεί μία από τις σημαντικότερες θεωρίες «για την πορεία προς τον θάνατο», αφορούσε τη συναισθηματική κατάσταση ασθενών που βρισκόταν στο τελικό στάδιο της αρρώστιας και περίμεναν να μεταβούν στο θάνατο και αναφέρει ότι η μετάβαση ξεκινούσε με την άρνηση, η οποία περνούσε μέσα από το θυμό, τη διαπραγμάτευση και την κατάθλιψη, με πιθανό αποτέλεσμα στην κατάληξη της αποδοχής. 
Μολονότι τα μοντέλα όπως αυτό της Kübler-Ross, των Bowlby & Parkes, του Worden και άλλων ερευνητών του πένθους και του θρήνου, έχουν τεράστια περιγραφική σημασία, εντούτοις σκιαγραφούν τα άτομα ως παθητικά όντα, ριγμένα σε μια εμπειρία που καλούνται να υπομείνουν, και την οποία ελέγχουν ελάχιστα. Επιπλέον, η θεώρηση της διεργασίας του θρήνου ως σταδιακής, μπορεί να παρερμηνευθεί (και έχει παρερμηνευθεί) ως μια απαρέγκλιτη, γραμμική και προβλέψιμη αλληλουχία συναισθηματικών και διανοητικών καταστάσεων από τις οποίες περνούν όλα τα άτομα με την ίδια σειρά. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν ισχύει και έχει διαψευσθεί από μεταγενέστερες έρευνες, αλλά και από την ίδια την Kübler-Ross. Επιπλέον, τα παραδοσιακά μοντέλα διεργασίας του θρήνου παραβλέπουν τους πολιτισμικά προσδιορισμένους τρόπους εκδήλωσης της θλίψης, που ορίζουν τον τρόπο εκδήλωσης και, ενδεχομένως, και τη διάρκειά της. Παραβλέπουν επίσης τις διαφυλικές διαφορές στον θρήνο (Doka & Martin, 1996).
Στον αντίποδα, συναντάμε απόψεις όπως αυτές του φιλοσόφου Thomas Attig και του διασημότερου ίσως ερευνητή στον τομέα του πένθους Robert Neimeyer. Ο Attig ασκεί κριτική στα παραδοσιακά μοντέλα σταδίων του πένθους, υποστηρίζοντας πως είναι απλουστευτικά. Συγκεκριμένα σημειώνει ότι : « Αν και το πένθος είναι ένα γεγονός όπου δεν υπάρχει επιλογή, η εμπειρία του θρήνου, όταν γίνεται αντιληπτή ως ενεργή διεργασία αντιμετώπισης, βρίθει επιλογών». (Attig Thomas, 1991 όπ. αναφ. στο Neimeyer, 2006). Από την άλλη, ο Neimeyer υιοθετεί μια κονστρουκτιβιστική οπτική, η οποία τονίζει την υποκειμενική ανάδυση του νοήματος και την ανακατασκευή του σε σχέση με την απώλεια. Ο Neimeyer θεωρεί ότι δεν υπάρχει σαφήνεια ανάμεσα στα στάδια που βιώνει ο άνθρωπος και ότι η μορφή και η διάρκεια των συναισθημάτων του κάθε ατόμου είναι διαφορετική και υπάρχει ποικιλία συναισθηματικών εξάρσεων ανάμεσα στους ανθρώπους ανάλογα και με το χαρακτήρα τους. 
Ο Neimeyer ασκεί περαιτέρω κριτική στις παραδοσιακές θεωρίες, υποστηρίζοντας πως ξεφεύγουν από το νόημα του θρήνου, ότι είναι προσδιοριστικές και ότι έχουν την τάση να θεωρούν το θρήνο ως κάτι που πρέπει να ξεπεραστεί όσο το δυνατόν ταχύτερα. Επιπλέον, θέτει επίσης κριτήρια ως προς το τι στοιχειοθετεί μια λειτουργική θεωρία θρήνου. Συγκεκριμένα τονίζει ότι πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν η υποκειμενική πραγματικότητα της απώλειας και τα προσωπικά σημαντικά νοήματα, να επικεντρώνεται κανείς στις ιδιοσυγκρασιακές αντιδράσεις των ατόμων στην απώλεια και στον ενεργητικό ρόλο του ατόμου στη ζωή. Η διεργασία του θρήνου θα πρέπει να είναι περιγραφική και όχι διαγνωστική και να δίνεται σημασία στην οικογένεια και το πολιτισμικό πλαίσιο. «Ο θρήνος είναι κάτι που κάνουμε εμείς και όχι κάτι που γίνεται σε εμάς. Αφορά μια διεργασία επιβεβαίωσης ή ανακατασκευής των προσωπικών νοημάτων που πλήττονται από την απώλεια» (Neimeyer, 2006). Τέλος, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι συνθήκες θανάτου ενός ανθρώπου (θάνατος από φυσικά αίτια, από ασθένεια, αιφνίδιος ή αναμενόμενος), η σχέση του ατόμου με τον θανόντα (για παράδειγμα ένας γονιός που θρηνεί το χαμένο παιδί του), ο τρόπος (βιαιότητα θανάτου, αυτοκτονία κ.α) και η ηλικία του ατόμου που πενθεί, διαμορφώνουν καθοριστικά την πορεία του θρήνου, το περιεχόμενο και τη διαφοροποίησή του από το θρήνο ενός άλλου ανθρώπου.
Αν μπορούσε να ειπωθεί ότι ο θρήνος φέρει κάποιες προκλήσεις (έργα) προς επίλυση, τότε σύμφωνα με τους Worden (1996) και Rando (1993) αυτές θα ήταν: 
1) H αναγνώριση της πραγματικότητας της απώλειας. Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που κάποιος είναι σωματικά παρών αλλά ψυχολογικά απών (βλέπε την περίπτωση της νόσου Αλτσχάιμερ), ή το αντίστροφο (βλέπε την περίπτωση παιδιών που έχουν απαχθεί). Η αναγνώριση της πραγματικότητας της απώλειας μπορεί να έχει μια επιπλέον διάσταση ∙ Δεν θρηνούμε μόνο ως άτομα, αλλά και ως μέλη ευρύτερων συστημάτων. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει η απώλεια να συζητείται με όλους τους εμπλεκόμενους και να μην περιθωριοποιείται κανένα μέλος (συχνά αυτό συμβαίνει με τα παιδιά σε μια προσπάθεια προστασίας τους από το δυσάρεστο γεγονός), καθώς και να μην ωραιοποιείται η απώλεια.
2) Άνοιγμα στον πόνο. Μετά την διαπίστωση της απώλειας, το ένστικτο αυτοπροστασίας μας, μας κάνει να αποστασιοποιούμαστε και να μουδιάζουμε. Ωστόσο, η εμπειρία του πόνου δεν πρέπει και ούτε μπορεί να εξοβελισθεί. Μόνο μέσα από τον πόνο βρίσκουμε την πυξίδα μέσα στην απώλεια και προχωράμε προς την αφομοίωση.
3) Αναθεώρηση του συνόλου των πεποιθήσεων σχετικά με τη ζωή.
4) Αναδόμηση της σχέσης με τον εκλιπόντα. Σε αντίθεση, και πάλι, με παλαιότερες θεωρίες θρήνου που τόνιζαν τη σημασία της «αποεπενδυμένης συναισθηματικής ενέργειας»,  νέα ευρήματα συνηγορούν στο γεγονός ότι είναι προτιμότερο να μιλάμε για μεταμόρφωση των σχέσεων (μέσα από τελετουργίες, μεταβατικά αντικείμενα και τους συνεχιζόμενους συναισθηματικούς δεσμούς), παρά για τέλος λόγω του θανάτου.
5) Αναδημιουργία του εαυτού. Η ανάγκη να καλύψουμε, πολλές φορές, τα κενά που μας αφήνει μια απώλεια, συνυφαίνεται με την αναθεώρηση των πεποιθήσεων μας και με μια στροφή στα ψυχικά μας αποθέματα. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί μπροστά μας να διανοίγονται δυνατότητες που μέχρι πρότινος δεν μας ήταν ορατές.

Πένθος VS Κατάθλιψης

Το πένθος είναι η διαδικασία μέσα από την οποία το άτομο αποχαιρετά τον θανόντα, και προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα. Είναι μια διαδικασία όχι μόνο φυσιολογική αλλά και απαραίτητη προκειμένου να «ιαθούν» οι πληγές της απώλειας.  Για αυτό και το πένθος δεν είναι κάτι που πρέπει να θεραπευθεί, να διακοπεί ή να αποφευχθεί. Από την άλλη,  η μείζων καταθλιπτική διαταραχή (MΚΔ) είναι μία ασθένεια, η οποία επηρεάζει το πώς νιώθει, σκέφτεται και συμπεριφέρεται κανείς, προκαλώντας συναισθήματα θλίψης με διάρκεια και απουσία ενδιαφέροντος για δραστηριότητες οι οποίες ήταν στο παρελθόν ευχάριστες. Η κατάθλιψη μπορεί να οδηγήσει σε μια ποικιλία συναισθηματικών και σωματικών προβλημάτων. Είναι μια χρόνια ασθένεια που συνήθως απαιτεί μακροπρόθεσμη θεραπεία.
Παρότι η διεργασία του πένθους είναι φυσιολογική και μοναδική για κάθε άτομο, συμπεριλαμβάνει κάποια χαρακτηριστικά στοιχεία που είναι όμοια με αυτά της κατάθλιψης, όπως είναι η έντονη θλίψη και η απόσυρση από τις καθημερινές δραστηριότητες. Παρόλα αυτά, το πένθος και η κατάθλιψη διαφέρουν σε σημαντικές πτυχές: 
1) Στο πένθος, τα οδυνηρά συναισθήματα έρχονται και φεύγουν, εκφορτίζονται κατά ώσεις, και είναι συχνά αναμεμειγμένα με θετικές αναμνήσεις του αποθανόντος. Στην κατάθλιψη, η διάθεση και οι σκέψεις είναι σχεδόν συνεχώς αρνητικές.  Η καταθλιπτική διάθεση είναι έντονη και επίμονη και δεν περιορίζεται απαραίτητα σε συγκεκριμένες σκέψεις ή ανησυχίες
2) Στην μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, το άτομο αδυνατεί να βιώσει θετικά συναισθήματα ή να κάνει χιούμορ, η καταθλιπτική διάθεση συνήθως είναι «εκεί» συνέχεια, δεν διακόπτεται. Η καταθλιπτική διάθεση συχνά συνοδεύεται από σκέψεις και νοητικούς «μηρυκασμούς» αρνητικής αυτοκριτικής και απαισιοδοξίας. Από την άλλη στο πένθος, οι σκέψεις εστιάζονται κυρίως στον θανόντα και σε ό,τι τον/την θυμίζει.
3) Στο πένθος, η αυτοεκτίμηση συνήθως δεν πλήττεται. Περιπτώσεις αυτομομφής στο πένθος, συχνά αποτελούν απόρροια αυτοαξιολόγησης σε σχέση με την επαφή και την επικοινωνία  που είχε το άτομο με τον εκλιπόντα. Στην μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, είναι συνηθισμένο να υπάρχουν συναισθήματα αναξιότητας και αυτό-απέχθειας, τα οποία διαβρώνουν σταδιακά την αίσθηση του εαυτού. 
4) Στις περιπτώσεις που υπάρχουν σκέψεις τερματισμού της ζωής, αυτές μπορεί να σχετίζονται με αίσθημα αναξιότητας, με το αίσθημα ότι το άτομο δεν αξίζει να συνεχίσει να ζει ή ότι αδυνατεί να αντέξει τον πόνο της κατάθλιψης. Από την άλλη στο πένθος, οι σκέψεις θανάτου συνήθως εστιάζονται στον άνθρωπο που δεν είναι πια στη ζωή.
5) Παρά το γεγονός ότι πολλοί πιστεύουν ότι κάποια μορφή κατάθλιψης αποτελεί φυσιολογική συνέπεια του πένθους, η μείζων καταθλιπτική διαταραχή δε θα πρέπει να διαγιγνώσκεται στο πλαίσιο της διεργασίας του πένθους, επειδή με τον τρόπο αυτό μια φυσιολογική διεργασία θα ονομαζόταν, λανθασμένα, διαταραχή. 
Ενώ το πένθος μπορεί να πυροδοτήσει την εμφάνιση μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής σε ανθρώπους που είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι (για παράδειγμα αν ήδη έχουν υποφέρει από μία σημαντική απώλεια ή αν παρουσιάζουν άλλες ψυχικές διαταραχές), όταν συνυπάρχουν θρήνος και κατάθλιψη, τότε ο θρήνος είναι πιο σοβαρός και μακροχρόνιος από ό,τι όταν δεν υπάρχει και μείζων καταθλιπτική διαταραχή. Παρότι υπάρχουν σημεία αλληλεπικάλυψης ανάμεσα στο θρήνο και στη μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, οι δύο καταστάσεις διαφέρουν σημαντικά και για το λόγο αυτό θα πρέπει να διακρίνονται, ώστε να μπορούν οι άνθρωποι να ωφεληθούν από την πιο κατάλληλη θεραπεία. Με την έκδοση του DSM 5, καταργήθηκε το κριτήριο της εξαίρεσης λόγω πένθους στην διάγνωση της κατάθλιψης, ενώ σαν επίσημη διαταραχή αναγνωρίζεται το επιπλεγμένο πένθος (ή αλλιώς περιπεπλεγμένο πένθος) και οι μορφές του.

Περιπεπλεγμένο Πένθος και Επίπεδα Λειτουργικότητας στη διάρκεια του Πένθους
Ο κίνδυνος που ελλοχεύει στην αναγνώριση του πένθους ως περιπεπλεγμένου είναι ότι μπορεί να καταστεί αντικείμενο και υπερ-διάγνωσης αλλά και υπο-διάγνωσης, λόγω  φόβου “παθολογικοποίησης” του θρήνου. Γενικά, θεωρείται ότι οι πρώτοι 6 με 12 μήνες μετά την απώλεια θεωρούνται ως  “φυσιολογική” διάρκεια πένθους. Φυσικά, οι αριθμοί αυτοί είναι συμβατικοί. Η έρευνα έχει δείξει ότι η επιφαινόμενη σύντομη ανάκαμψη μετά τις πρώτες μέρες του πένθους είναι συχνά εφήμερη, και ότι ακολουθεί μια χαρακτηριστική μακρά και ασταθής καθοδική πορεία προς τη θλίψη. Η περίοδος αυτή συμπίπτει με την προσπάθεια ανάληψης εκ νέου των καθημερινών ρόλων και ευθυνών μας και την απόσυρση (ή μείωση) της κοινωνικής υποστήριξης. (Davidson, 1979). Στην πραγματικότητα, και σε συνθήκες μη περιπεπλεγμένου θρήνου, η επιστροφή στην πρότερη ψυχολογική λειτουργία μπορεί να πάρει πάνω από 2 έτη. 
Ο περιπεπλεγμένος θρήνος αντιστοιχεί περίπου στο 7 – 10% των ανθρώπων που θρηνούν, αν και το ποσοστό μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τις συνθήκες και τον τρόπο μέτρησης. (Shear, 2012). Παράγοντες που μπορεί να αυξήσουν δραματικά το ρίσκο για την εκδήλωση περιπεπλεγμένου θρήνου αποτελούν, μεταξύ άλλων, οι τραυματικές εμπειρίες στη ζωή του πενθούντος καθώς και τα χαρακτηριστικά προσωπικότητάς του, οι ξαφνικοί και πολλαπλοί θάνατοι, οι αυτοκτονίες/δολοφονία, η έλλειψη κοινωνικής υποστήριξης, η χαμηλή εμπιστοσύνη απέναντι σε άλλους, η πιθανή προηγούμενη ψυχική διαταραχή, η αμφιθυμική ή/και εξαρτησιακή προσκόλληση προς τον θανόντα, το παραγνωρισμένο πένθος και η υψηλή αυτομομφή (Stroebe et al., 2014).

Πότε μιλάμε για περιπεπλεγμένο πένθος και πότε ζητούμε βοήθεια;

Το περιπεπλεγμένο πένθος μπορεί να χαρακτηριστεί από την ένταση και από την διάρκειά του. Αν κάποιος παρατηρεί ότι επί σειρά μηνών αισθάνεται “κολλημένος” και μέσα σε βαθιά θλίψη και συνεχή οδύνη, σε σημείο να κινδυνεύει η ζωή του και όσων έχει υπό την ευθύνη του, τότε αυτό συνιστά περιπεπλεγμένο πένθος. Επιπλέον, όταν αισθανόμαστε βαρύτατες ενοχές για πράγματα πέραν του ελέγχου μας, όταν έχουμε αυτοκτονικό ιδεασμό, ακραία απελπισία, παρατεταμένη και επιμένουσα υπερδιέγερση ή κατάθλιψη και έντονη άρνηση ή διαστρέβλωση του γεγονότος, τότε μιλάμε για περιπεπλεγμένο πένθος. Άλλοι δείκτες μπορεί να είναι τα σωματικά συμπτώματα, όπως πόνος στο στήθος, κεφαλαλγίες, απώλεια βάρους και όρεξης. Ο ανεξέλεγκτος θυμός που καταλήγει στην αποξένωση, η κατάχρηση ουσιών και αλκοόλ και η σημαντική έκπτωση της καθημερινής μας λειτουργικότητας, συνιστούν και αυτά σημάδια περιπεπλεγμένου πένθους και, σε συνδυασμό με την παρατεταμένη παρουσία τους, χρήζουν βοήθειας και υποστήριξης από ειδικούς, αλλά και ιερείς στην περίπτωση που η θρησκευτικότητα ενός ατόμου συνιστά βασικό πυλώνα του αξιακού του συστήματος. Κλείνοντας, αξίζει να αναφερθούμε στο παράδοξο της καταστολής της έκφρασης της θλίψης. Πολλοί άνθρωποι που πενθούν και καταπιέζουν την ανάγκη τους για έκφραση και εκφόρτιση, είναι πιο πιθανό να καταρρεύσουν αργότερα από ό,τι οι άνθρωποι που ξεσπούν σε δάκρυα και συνεχίζουν να πενθούν.

Κείμενο: Σωζόπουλος Χρήστος, Ψυχολόγος – Ειδ. Συστημικός ψυχοθεραπευτής.

Βιβλιογραφία

American Psychiatric Association (Ed.). (2013). Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, Fifth Edition (DSM-5®). Washington, D.C.: American Psychiatric Publishing.

Davidson, W. G. (1979). Hospice care for the dying. Στο H. Wass (επιμ.), Dying: Facing the facts (σελ. 158-181), Washington: Hemisphere

Doka, K., & Martin, T. (1996). «Masculine grief», στο Doka.K (επιμ.), Living with grief after sudden loss (σελ. 161-172), Washington, DC: Hospice Foudation of America

Kubler-Ross, E. (1969). On death and dying. New York, NY: Macmillan

Lindemann, E. (1944). Symptomatology and management of acute grief. American Journal of Psychiatry,101, 141-148

Neimeyer, A. R. (2006). Ν’ αγαπάς και να χάνεις. (Ε. Παπάζογλου, Μετάφ). Αθήνα: Κριτική

Parkes C. M. (1998). Bereavement in adult life. BMJ (Clinical research ed.)316(7134), 856–859. https://doi.org/10.1136/bmj.316.7134.856

Rando, A. T. (1993). Treatment of complicated mourning. Champaign, IL: Research Press.

Shear M. K. (2012). Grief and mourning gone awry: pathway and course of complicated grief. Dialogues in clinical neuroscience14(2), 119–128.

Stroebe, M. S., Hansson, R. O., Stroebe, W., & Schut, H. (Eds.). (2008). Handbook of bereavement research and practice: consequences, coping and care. Washington, DC: American Psychological Association.



Stroebe, M., Stroebe, W., van de Schoot, R., Schut, H., Abakoumkin, G., & Li, J. (2014). Guilt in bereavement: the role of self-blame and regret in coping with loss. PloS one9(5)  https://doi.org/10.1371/journal.pone.0096606

Worden, W. J. (1996). Children and grief. New York: Guilford Press.

#inmedhealth

►Βρείτε μας στο Facebook: shorturl.at/aknuQ
►Βρείτε μας στο Instagram: shorturl.at/vC079
►Βρείτε μας στο Linkedin: shorturl.at/isY08
►Επικοινωνήστε μαζί μας στο inmedhealth.blogspot.gr@gmail.com

Βρείτε μας στο Youtube!
*Οι απόψεις των εθελοντών αρθρογράφων είναι απολύτως προσωπικές και δεν εκφράζουν απαραίτητα την άποψη του ιδιοκτήτη.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια