ΕΞΩΣΤΡΕΦΕΙΑ VS ΕΣΩΣΤΡΕΦΕΙΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ | INMEDHEALTH

Εξωστρέφεια VS Εσωστρέφεια: Βιολογικές βάσεις, κοινωνική συμπεριφορά και πολιτισμικό πλαίσιο.

Σε αυτό το άρθρο θα μιλήσουμε για ένα από τα πιο μελετημένα χαρακτηριστικά προσωπικότητας των ατόμων: την εξωστρέφεια. Η εξωστρέφεια (και το αντίθετό της, η εσωστρέφεια) μπορεί να οριστεί ως μία εκ των διαστάσεων της προσωπικότητας.  Με λίγα λόγια, αποτελεί ένα συνεχές εντός του οποίου μπορεί να εντοπιστεί οποιοδήποτε άτομο σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Στο ένα άκρο του συνεχούς συναντά κανείς τον πόλο της εξωστρέφειας, ενώ στο άλλο άκρο, τον πόλο της εσωστρέφειας.

 Η διάσταση αυτή περιγράφηκε σε επιστημονικό πλαίσιο αρχικά από τον Carl Jung, ο οποίος υποστήριξε ότι κάθε άνθρωπος, στις κοινωνικές του συνδιαλλαγές, ακολουθεί είτε τη μία είτε την άλλη κατεύθυνση, αν και μέσα του υπάρχουν πάντα και οι δύο, ως μέρη του εαυτού του. Μεταγενέστερα και επιστημονικά πολύ αρτιότερα μοντέλα, έδειξαν ότι η εξωστρέφεια/εσωστρέφεια αποτελεί μια ιεραρχικά ανώτερη έννοια (υπέρ-παράγοντας), η οποία οργανώνει χαμηλότερου επιπέδου χαρακτηριστικά (κοινωνικότητα, δραστηριότητα, ευσυγκινησία κ.α) και περιγράφει τις ατομικές διαφορές μεταξύ των ατόμων από τη σκοπιά ενός σταθερού συνόλου μεταβλητών (νομοθετική προσέγγιση). 

Η διάσταση της εξωστρέφειας/εσωστρέφειας αποτελεί συνεπές εύρημα σε όλες σχεδόν τις θεωρίες των χαρακτηριστικών (θυμίζουμε ότι αναφέρονται στις ατομικές διαφορές και όχι στα μοναδικά χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου!!) και έχει επαληθευτεί μέσω πολλαπλών πηγών δεδομένων και μέσω της στατιστικής μεθόδου της παραγοντικής ανάλυσης* τόσο στο μοντέλο του Eysenck, όσο και στο μοντέλο της Μεγάλης Πεντάδας (το οποίο είδαμε σε προηγούμενο άρθρο). Φυσικά, τονίζεται πρώτον ότι το να είναι κανείς εξωστρεφής δε σημαίνει ότι υπερτερεί ή μειονεκτεί έναντι κάποιου εσωστρεφή. 

Η σύγκριση εδώ δεν είναι αξιολογική ή ηθική, αλλά αμιγώς ψυχολογική βάσει ευρημάτων. Δεύτερον, έχουμε ήδη δει ότι παρά το γεγονός ότι οι βασικές ιδιοσυγκρασιακές τάσεις, λειτουργώντας ως “κεντρομόλος δύναμη”, καθορίζουν ένα σημαντικό μέρος της προσωπικότητας και της συνολικής μας συμπεριφοράς, εντούτοις δε σημαίνει ότι είμαστε δέσμιοί τους, αφού υπάρχει η “φυγόκεντρος δύναμη” της διαπεριστασιακής μεταβλητότητας (δηλαδή της μεταβολής της συμπεριφοράς ανάλογα με την περίσταση). 

Αυτό σημαίνει ότι ένας εξωστρεφής μπορεί να φερθεί με εσωστρεφή τρόπο σε ορισμένα περιβάλλοντα (ακόμα κι αν ενδεχομένως δεν του αρέσει) αλλά ισχύει και το αντίστροφο. Στην πραγματικότητα μάλιστα, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που εκδηλώνουν χαρακτηριστικά και των δύο τάσεων ( στη βιβλιογραφία τους συναντούμε ως “ambiverts”).

Βιολογικές βάσεις της Εξωστρέφειας/Εσωστρέφειας
(βλ. Cervone & Pervin, σελ 343-344)

Ο Eysenck (1990), υποστήριξε ότι οι ατομικές αποκλίσεις στην εξωστρέφεια και την εσωστρέφεια μπορούν να ιδωθούν ως διαφορές στη νευροφυσιολογική λειτουργία του εγκεφαλικού φλοιού. Αναλυτικότερα, οι εσωστρεφείς θεωρούνται ως πιο ευσυγκίνητοι και αυτό μεταφράζεται σε εγκεφαλικό επίπεδο με τη μεγαλύτερη διέγερση του εγκεφαλικού φλοιού σε σχέση με τους εξωστρεφείς.  Τα έντονα κοινωνικά ερεθίσματα φαίνεται να προκαλούν υπερδιέγερση και δυσφορία στα εσωστρεφή άτομα, κάτι που δεν ισχύει αντίστοιχα με τα εξωστρεφή άτομα. 

Οι έρευνες που ακολούθησαν, παρείχαν μερική υποστήριξη στις προτάσεις του Eysenck (Geen, 1997). Ακόμη, φαίνεται ότι οι εσωστρεφείς επηρεάζονται περισσότερο από τις τιμωρίες όσον αφορά τη μάθηση, ενώ οι εξωστρεφείς από τις αμοιβές. 

Η βιολογική βάση των ατομικών διαφορών εξωστρεφών και εσωστρεφών ατόμων υποδηλώνει ότι αυτές πρέπει να είναι εν μέρει κληρονομικές. Μελέτες σε μονοζυγωτικούς και διζυγωτικούς διδύμους δείχνουν ότι η κληρονομικότητα όντως διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στις ατομικές διαφορές, σε ό,τι αφορά τις βαθμολογίες στη διάσταση της Εξωστρέφειας. (Plomin & Caspi, 1999). 

Επιπλέον η εξωστρέφεια φαίνεται να σχετίζεται με την επικράτηση του αριστερού εγκεφαλικού ημισφαιρίου, την ντοπαμινεργική δραστηριότητα (Rammsayer, 1998; Wacker, Chavannon & Stemmler, 2006) και τη φαιά ουσία (Zou et al., 2018). Άλλα στοιχεία που παρέχουν στοιχεία για τις βιολογικές βάσεις της εξωστρέφειας είναι το γεγονός 1) ότι η εν λόγω διάσταση συναντάται διαπολιτισμικά, 2) ότι οι ατομικές διαφορές είναι διαχρονικά σταθερές και 3) ότι δείκτες βιολογικών λειτουργιών συσχετίζονται με βαθμολογίες μέτρησης στη διάσταση Εξωστρέφεια/Εσωστρέφεια (Eysenck, 1990).

Εξωστρέφεια/Εσωστρέφεια και κοινωνική συμπεριφορά

Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι οι άνθρωποι που διαφέρουν στη βαθμολογία των κλιμάκων Εξωστρέφειας/Εσωστρέφειας, διαφέρουν και στην κοινωνική τους συμπεριφορά; Η απάντηση είναι ναι. Αναλυτικότερα οι Watson & Clark (1997), παραθέτουν τα εξής: 

1)Τα εσωστρεφή άτομα είναι πιο ευαίσθητα στον πόνο από τα εξωστρεφή

2)Κουράζονται πιο εύκολα και η συγκινησιακή φόρτιση παρεμποδίζει την επίδοσή τους, ενώ ενισχύει την επίδοση των εξωστρεφών. 

3)Τα εσωστρεφή άτομα τείνουν να είναι πιο προσεκτικά αλλά λιγότερο γρήγορα από τα εξωστρεφή. 

4)Οι εσωστρεφείς σημειώνουν υψηλότερες επιδόσεις στο σχολείο από τους εξωστρεφείς, ειδικά στα μαθήματα που θεωρούνται δυσκολότερα. Οι εξωστρεφείς τείνουν να εγκαταλείπουν τις σπουδές για ακαδημαϊκούς λόγους, ενώ οι εσωστρεφείς για ψυχιατρικούς λόγους

5) Κατ’ επέκταση, οι εσωστρεφείς τείνουν να επιλέγουν διαφορετικά περιβάλλοντα μελέτης από τους εξωστρεφείς και να κάνουν λιγότερα διαλείμματα στη μελέτη τους 

6)Αντίθετα, οι εξωστρεφείς τείνουν να προτιμούν επαγγέλματα που απαιτούν κοινωνικές επαφές, ενώ οι εσωστρεφείς προτιμούν πιο μοναχικά επαγγέλματα. Οι πρώτοι αναζητούν διασκέδαση για να ξεκουραστούν από τη ρουτίνα της εργασίας, ενώ οι δεύτεροι νιώθουν μικρότερη ανάγκη μια αντίστοιχη δραστηριότητα (ενδεχομένως η συμπεριφορά αυτή να σχετίζεται και με μια άλλη διάσταση του μοντέλου της Μεγάλης Πεντάδας, τη Διαθεσιμότητα σε νέες εμπειρίες)

7)Οι εξωστρεφείς συχνά διασκεδάζουν με το άμεσο, σεξουαλικό και επιθετικό χιούμορ, ενώ οι εσωστρεφείς προτιμούν πιο πνευματώδεις μορφές χιούμορ, όπως είναι τα λογοπαίγνια και τα έξυπνα αστεία

8)Η σεξουαλική δραστηριότητα των εξωστρεφών φαίνεται να είναι υψηλότερη έναντι αυτής των εσωστρεφών σε ό,τι αφορά τη συχνότητα αλλά και την εναλλαγή συντρόφων

9) Οι εξωστρεφείς επηρεάζονται πιο εύκολα από τους εσωστρεφείς

Εξωστρέφεια/Εσωστρέφεια και πολιτισμικό πλαίσιο

Όπως έχουμε αναφέρει και σε παλαιότερο άρθρο, καμία συμπεριφορά (ή χαρακτηριστικό προσωπικότητας) δεν μπορεί να νοηθεί εκτός πλαισίου. Ένα τέτοιο πλαίσιο, το οποίο παίζει αρκετά σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της έκφρασης της προσωπικότητας και στη νοηματοδότηση των εκάστοτε συμπεριφορών, είναι το πολιτισμικό. 

Ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας, οι στόχοι, οι επιδιώξεις και οι αξίες που μας καθοδηγούν, διαμορφώνονται σε έναν κοινωνικά οργανωμένο κόσμο. Κάθε πολιτισμικό πλαίσιο έχει τις δικές του θεσμοθετημένες και καθιερωμένες μορφές επίκτητων συμπεριφορών, τελετουργιών και πεποιθήσεων. Επί του πρακτέου, αυτό σημαίνει ότι το να είναι κανείς εξωστρεφής ή εσωστρεφής, πέρα από τις γενετικές του καταβολές, εξαρτάται και από το πολιτισμικό πλαίσιο, στο οποίο ζει και αναπτύσσεται.

Ορισμένα πολιτισμικά πλαίσια, όπως ο δυτικός πολιτισμός, προάγουν την αυτοδιάθεση και την εξωστρέφεια, φτάνοντας πολλές φορές σε σημείο να υποδαυλίζουν ναρκισσιστικές συμπεριφορές και ατομικισμό. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ένα εσωστρεφές άτομο ενδεχομένως να δυσκολεύεται να βρει τη θέση του, θεωρώντας πως είναι δικό του λάθος το γεγονός ότι δεν μπορεί να “ταιριάξει”. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει σε καμία περίπτωση. 

Πολλές φορές, η δυτική κουλτούρα διαποτίζει με διπλά μηνύματα και αξιολογικούς όρους τα μέλη της αναφορικά με το τι σημαίνει να είναι ή να μην είναι κάποιος κάτι. Το ίδιο ισχύει και για το τι σημαίνει να είναι κανείς εξωστρεφής ή εσωστρεφής. Είναι σημαντικό να θυμάται κανείς ότι ακόμη και αν υπάρχουν υπερκείμενες κοινωνικές δυνάμεις που μας επηρεάζουν σταδιακά και σε βάθος, η προσωπική ικανότητα ψυχοκοινωνικής προσαρμογής και η ικανότητα για υγιή αυτοκαθορισμό  δεν είναι αμελητέες δυνάμεις, μπορούν να καλλιεργηθούν και σίγουρα δεν αποτελούν προνόμιο ούτε του εξωστρεφούς αλλά ούτε και του εσωστρεφούς ατόμου.

*Παραγοντική ανάλυση: Στατιστική μέθοδος, η οποία βοηθά στο να συνοψίζονται οι τρόποι με τους οποίους συνυπάρχουν ή εκδηλώνονται ταυτόχρονα πολλές μεταβλητές μαζί.

Κείμενο:

Σωζόπουλος Χρήστος

Ψυχολόγος, - Ειδ. Συστημικός Ψυχοθεραπευτής


Βιβλιογραφία

Cervone, D., &Pervin, L.A.(2013). Θεωρίες προσωπικότητας: Έρευνα και εφαρμογές. Αθήνα: Gutenberg

Eyesenck, H.J. (1990). Biological dimensions of personality. In L.A Pervin (Ed.), Handbook of personality: Theory and research (pp.244-276). New York: Guilford Press

Geen, R.G (1997). Psychophysiological approaches to personality. In R. Hogan, J.A. Johnson, & S.R. Briggs (Eds.), Handbook of personality psychology (pp. 387 -414). San Diego: Academic Press

Plomin, R., & Caspi, A. (1999). Behavioral genetics and personality. In L.A Pervin & O.P. John (Eds.), Handbook of personality: Theory and research (pp.225-243). New York: Guilford Press

Rammsayer, T. H. (1998). Extraversion and dopamine: Individual differences in response to changes in dopaminergic activity as a possible biological basis of extraversion. European Psychologist, 3(1), 37–50. https://doi.org/10.1027/1016-9040.3.1.37

Wacker, J., Chavanon, M.-L., & Stemmler, G. (2006). Investigating the dopaminergic basis of extraversion in humans: A multilevel approach. Journal of Personality and Social Psychology, 91(1), 171–187. https://doi.org/10.1037/0022-3514.91.1.171

Watson, D., & Clark, L.A. (1997). Extraversion and its positive emotional core. In R. Hogan, J.A. Johnson, & S.R. Briggs (Eds.), Handbook of personality psychology (pp.681-710). San Diego: Academic Press

Zou, L., Su, L., Qi, R., Zheng, S., & Wang, L. (2018). Relationship between extraversion personality and gray matter volume and functional connectivity density in healthy young adults: an fMRI study. Psychiatry Research: Neuroimaging. 281. 10.1016/j.pscychresns.2018.08.018.


Συναφής βιβλιογραφία

Killgore, W. D., Richards, J. M., Killgore, D. B., Kamimori, G. H., & Balkin, T. J. (2007). The trait of Introversion-Extraversion predicts vulnerability to sleep deprivation. Journal of sleep research, 16(4), 354–363. https://doi.org/10.1111/j.1365-2869.2007.00611.x

Koelega H. S. (1992). Extraversion and vigilance performance: 30 years of inconsistencies. Psychological bulletin, 112(2), 239–258. https://doi.org/10.1037/0033-2909.112.2.239

Stahl, J., & Rammsayer, T. (2004). Differences in the transmission of sensory input into motor output between introverts and extraverts: Behavioral and psychophysiological analyses. Brain and cognition, 56(3), 293–303. https://doi.org/10.1016/j.bandc.2004.07.004

Thompson, R. F., & Perlini, A. H. (1998). Feedback and self-efficacy, arousal, and performance of introverts and extraverts. Psychological reports, 82(3 Pt 1), 707–716. https://doi.org/10.2466/pr0.1998.82.3.707

Zuckerman M. (1990). The psychophysiology of sensation seeking. Journal of personality, 58(1), 313–345. https://doi.org/10.1111/j.1467-6494.1990.tb00918.x

#inmedhealth
►Βρείτε μας στο Facebook: shorturl.at/aknuQ
►Βρείτε μας στο Instagram: shorturl.at/vC079
►Βρείτε μας στο Linkedin: shorturl.at/isY08
►Επικοινωνήστε μαζί μας στο inmedhealth.blogspot.gr@gmail.com

Βρείτε μας στο Youtube!

*Οι απόψεις των εθελοντών αρθρογράφων είναι απολύτως προσωπικές και δεν εκφράζουν απαραίτητα την άποψη του ιδιοκτήτη.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια