Γονεϊκό διαζύγιο και ψυχική υγεία παιδιών και εφήβων | InMedHealth


Γονεϊκό διαζύγιο και ψυχική υγεία παιδιών και εφήβων

Η οικογένεια, ως θεμελιώδες κοινωνικό κύτταρο, ασκεί “βαρυτικές” δυνάμεις σε όλα τα μέλη της, κυρίως στα παιδιά και τους εφήβους, και διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στη ψυχοκοινωνική τους προσαρμογή. Η μορφή της οικογένειας (πυρηνική, μονογονεϊκή, διγονεϊκή κ.α), φαίνεται ότι μπορεί να διευκολύνει ή να δυσχεράνει τη μετέπειτα θετική εξέλιξη των παιδιών (Amato, 2001; Schneider, Atteberry & Owens, 2005). Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με το διαζύγιο, ένα ζήτημα το οποίο αποτελεί διατάραξη στο ενδοοικογενειακό σύστημα και μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο είτε αρνητικών είτε, λιγότερο συχνά, θετικών εξελίξεων για τα μέλη του συστήματος. Το ποσοστό των διαζυγίων φαίνεται να αυξάνει ολοένα και περισσότερο τις τελευταίες δεκαετίες. Ειδικά στις Η.Π.Α, σχεδόν οι μισοί γάμοι καταλήγουν σε διαζύγιο και περίπου 1 εκατομμύριο παιδιά βιώνουν διαζύγιο μεταξύ των γονιών τους κάθε χρόνο. (Emery, & Kitzman, 1995). Η Ελλάδα αν και παρουσιάζει μικρότερη αναλογία γάμων-διαζυγίων σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, παρουσιάζει, επίσης, αυξητική τάση στον ετήσιο αριθμό διαζυγίων.  Ο υψηλός επιπολασμός των διαζυγίων αποκαλύπτει ότι τα διαζύγια δεν είναι πλέον ούτε ασυνήθιστα, ούτε κοινωνικά στιγματισμένα. Αυτό δε σημαίνει, ωστόσο, ότι οι επιπτώσεις του δεν είναι δυσμενείς.

Ξεκινώντας την ανάλυσή μας για το διαζύγιο, είναι σημαντικό να καταστεί σαφές ότι το γονεϊκό διαζύγιο πολύ σπάνια πέφτει ως “κεραυνός εν αιθρία” σε μια οικογένεια. Αντίθετα, αποτελεί μέρος μιας διεργασίας που εκτείνεται σε βάθος χρόνου και μεταβάλλει βαθμιαία τον οικογενειακό πυρήνα. Ξεκινά πριν τη λύση του γάμου και συνεχίζει να επηρεάζει ακόμη και πολύ αργότερα. Συχνά, χαρακτηρίζεται από συνεχείς συγκρούσεις, μείωση των θετικών αλληλεπιδράσεων γονέα-παιδιού, οικονομικές δυσκολίες, ψυχολογικά προβλήματα των γονέων, αισθήματα ενοχής από τα παιδιά, πρόωρη ανάληψη ευθυνών (Amato, 1993), καθώς και από έντονο θυμό μεταξύ των γονέων, που πυροδοτείται από τις περίπλοκες νομικές διαδικασίες του διαζυγίου (Buchanan, & Heiges, 2001; Kelly, 2003).  Ακόμη και μετά το διαζύγιο, η μονογονεϊκή πια οικογένεια δεν αποτελεί σταθερή μορφή οικογένειας αφού, συχνά, καταλήγει σε κάποια άλλη μορφή συμβίωσης όπως ο δεύτερος γάμος (Μαράτου-Αλιπράντη, 2010; Parke, 2003). Πρακτικά αυτό μπορεί να σημαίνει ότι τα παιδιά και οι έφηβοι εκτίθενται σε μια σειρά από μεταβατικές εμπειρίες και αλλαγές στις οικογενειακές σχέσεις και στους ρόλους. 

Εξελικτική πορεία διαζυγίων – Ευρήματα από διαχρονικές μελέτες

Σε πολύ αδρές γραμμές, ευρήματα από διάφορες έρευνες υποδεικνύουν ότι τα παιδιά διαζευγμένων γονέων εκδηλώνουν συναισθηματικά και συμπεριφορικά προβλήματα σε ποσοστό διπλάσιο εν συγκρίσει με παιδιά από οικογένειες που έχουν παραμείνει ακέραιες. (Hetherington, Bridges, & Isabella, 1998). Επιπλέον, διαχρονικές μελέτες έχουν διερευνήσει το βαθμό στον οποίο τα προβλήματα προσαρμογής των παιδιών διαζευγμένων γονέων εκδηλώνονται ως απόρροια του ίδιου του διαζυγίου, ή αν απλώς προϋπήρχαν αυτού. Έχει διαπιστωθεί, λόγου χάρη, ότι ο αλκοολισμός, η χρήση ουσιών, οι αντικοινωνικές συμπεριφορές, η κατάθλιψη, η οικονομική δυσπραγία και οι στρεσογόνες συνθήκες ζωές συχνά προϋπήρχαν του διαζυγίου. (Gottman, & Notarius, 2011). Ακόμη, πριν το διαζύγιο, παρατηρήθηκε συγκρουσιακή επικοινωνία (στην οικογενειακή θεραπεία, όταν μια μορφή επικοινωνίας χαρακτηρίζεται από αμοιβαία κλιμάκωση, ονομάζεται συμμετρική. Συνοδεύεται συχνά από υψηλό εκφρασμένο συναίσθημα), έλλειψη δεξιοτήτων επίλυσης προβλημάτων, αμοιβαία κλιμάκωση αρνητικού συναισθήματος, περιφρόνηση, άσκηση ελέγχου και επικρίσεις για τις συμπεριφορές του/της συζύγου. Με τη σειρά τους, όλα τα παραπάνω φάνηκε να αυξάνουν την πιθανότητα διάλυσης του γάμου.

Με βάση τα προαναφερθέντα, εύλογα τίθεται το ερώτημα με ποιόν τρόπο επηρεάζουν οι καταστάσεις αυτές τα παιδιά και τους εφήβους. Η απάντηση είναι δύσκολή διότι κάθε παιδί έχει διαφορετικές προσλαμβάνουσες σε ό,τι αφορά το διαζύγιο. Κάθε διαζύγιο μπορεί να διαφέρει (βλέπε συγκρουσιακά διαζύγια, για τα οποία θα μιλήσουμε στο επόμενο άρθρο) και να νοηματοδοτείται διαφορετικά από το κάθε παιδί. Ακόμη, για κάθε παιδί συντρέχουν κάθε στιγμή διάφοροι προστατευτικοί και επιβαρυντικοί παράγοντες, οι οποίοι μπορεί να εκτείνονται σε ένα ευρύ φάσμα, από τις βιολογικές του καταβολές (χαρακτηριστικά προσωπικότητας, νοημοσύνη, εξωτερικά χαρακτηριστικά κ.α), μέχρι την κοινωνική υποστήριξη που λαμβάνει. Επιπλέον, πρέπει οπωσδήποτε να ληφθεί υπόψη και το περιρρέον πλαίσιο. Σε αρκετές περιπτώσεις, παρατηρείται ότι το διαζύγιο έρχεται ως λύση σε μια μεγαλύτερη οικογενειακή δυσλειτουργία. Είναι όμως πάντα έτσι; Κι αν όχι, από τι εξαρτάται το αν τελικά ένα διαζύγιο αποτελεί λύση ή μέρος του ευρύτερου προβλήματος; Πόσο καλή είναι τελικά αυτή η λύση; Ποιους εξυπηρετεί και ποιους όχι; Καταλαβαίνουμε, επομένως, ότι χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και σύνεση προκειμένου να απαντήσουμε σε τέτοια ερωτήματα. Ταυτόχρονα, τέτοια ερωτήματα τίθενται ως προβληματισμοί πολύ συχνά από οικογένειες όταν προσέρχονται σε θεραπεία. Θα προσπαθήσουμε εδώ να βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά και να χωρίσουμε τις επιπτώσεις ενός διαζυγίου στα παιδιά και στους εφήβους ανά τομέα συμπεριφορικών εκδηλώσεων / προβλημάτων, λαμβάνοντας πάντα υπόψη τον διαμεσολαβητικό ρόλο της ηλικίας, το φύλο και άλλες μεταβλητές. 

Ψυχοσυναισθηματικές επιπτώσεις στα παιδιά και τους εφήβους – Ζητήματα εσωτερίκευσης VS εξωτερίκευσης.

Η κύρια παρατηρούμενη τάση που αφορά στη ψυχοκοινωνική προσαρμογή των παιδιών μετά από ένα διαζύγιο, δείχνει ότι σημειώνεται μείωση στις συναισθηματικές τους αντιδράσεις με την πάροδο του χρόνου (μετά από δύο περίπου χρόνια), παρά τις όποιες αρχικές δυσκολίες στην αντιμετώπιση του στρες (Hetherington, & Stanley-Hagan, 2002). Οι οδυνηρές αναμνήσεις που μπορεί να προκάλεσε ένα διαζύγιο στο παρελθόν, δε σημαίνουν απαραίτητα αδυναμία σύναψης σχέσεων ή μείωση στην καθημερινή λειτουργικότητα των παιδιών μελλοντικά. Μετα-αναλύσεις δείχνουν, επιπροσθέτως, ότι οι ατομικές διαφορές στη προσαρμογή μεταξύ των παιδιών, τα οποία ζούσαν με τους δύο γονείς και των παιδιών από διαζευγμένους γονείς είναι μέτριες. Ψυχολογικά και κοινωνικά προβλήματα ανακύπτουν και παρατηρούνται και στις δύο περιπτώσεις (Amato, 2001, 2005). Ακόμη, φαίνεται ότι το 75-80% των παιδιών και των εφήβων κατορθώνουν να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση χωρίς να παρουσιάζουν ιδιαίτερα προβλήματα μακροπρόθεσμα (Amato, 2003; Hetherington, 2003). Το 20-25% των παιδιών χωρισμένων γονέων, ωστόσο, φαίνεται ότι παρουσιάζουν σοβαρά ψυχολογικά ή κοινωνικά προβλήματα σε σύγκριση με το 10% των παιδιών που ζουν με τους δυο γονείς.

Συγκεκριμένα, όταν παρατηρούνται επίμονες επιπτώσεις στη προσαρμογή των παιδιών λόγω ενός διαζυγίου, οι επιπτώσεις αυτές αφορούν τρεις, κυρίως, τομείς: Τα προβλήματα εξωτερίκευσης, τα προβλήματα εσωτερίκευσης και τη σχολική επίδοση.  Τα προβλήματα εξωτερίκευσης συνίστανται στην εμφάνιση συμπεριφορών που χαρακτηρίζονται από θυμό, ανυπακοή, δυσκολίες στον έλεγχο των συναισθημάτων και των παρορμήσεων. Στην εφηβεία, οι σχέσεις με τους γονείς, τα αδέλφια και τους συνομηλίκους χαρακτηρίζονται από αυξημένο αρνητισμό και επιθετικότητα, πρόωρη σεξουαλική δραστηριότητα, παραβατικότητα και εμπλοκή με αντικοινωνικούς συνομηλίκους (DeLeire, & Kalil, 2001; Οldehinkel, Ormel, Veenstra, De Winter, & Verhulst, 2008; Σταύρου, & Χριστογιώργος, 2001). Τα προβλήματα εσωτερίκευσης, αντίστοιχα, χαρακτηρίζονται από συμπεριφορές στραμμένες προς τον εαυτό. Συμπεριφορές εσωτερίκευσης μπορεί να νοηθούν τα καταθλιπτικά συμπτώματα, το άγχος, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η ντροπή, η αμηχανία, η κοινωνική απομόνωση και τα σωματικά ενοχλήματα. Τόσο τα προβλήματα εξωτερίκευσης, όσο και τα προβλήματα εσωτερίκευσης, απαντώνται σε υψηλότερα ποσοστά σε παιδιά διαζευγμένων γονέων έναντι παιδιών μη διαζευγμένων γονέων. Ακόμη, φαίνεται ότι τα παιδιά διαζευγμένων γονέων τείνουν να παρουσιάσουν μειωμένο επίπεδο επίτευξης στόχων, χαμηλότερη σχολική – ακαδημαϊκή επίδοση, πρόωρη διακοπή από το σχολείο, έλλειψη κινήτρων, διαπροσωπικές δυσκολίες και, ακολούθως, δυσκολίες συγκρότησης ταυτότητας (Ηetherington & Kelly, 2002;  Nair & Murray, 2005).


Ηλικία και Φύλο – Δύο κρίσιμοι παράγοντες για την ψυχολογική προσαρμογή των παιδιών μετά από ένα διαζύγιο.

Το αναπτυξιακό στάδιο ενός παιδιού, εντός του οποίου λαμβάνει χώρα το διαζύγιο των γονέων του, είναι ιδιαίτερα καθοριστικό για την προσαρμογή του, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα (Χατζηχρήστου, 1999). Από την άλλη, δε φαίνεται να επιβεβαιώνεται η αρνητική επίδραση του διαζυγίου στην προσαρμογή των μικρότερων αντί των μεγαλύτερων σε ηλικία παιδιών. Κάτι τέτοιο πιθανόν συμβαίνει λόγω του ότι συνήθως δεν συνυπολογίζονται η τρέχουσα ηλικία του παιδιού, η ηλικία του παιδιού όταν οι γονείς του χώρισαν, καθώς και το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από το διαζύγιο (Αmato, 2005). Οι επιπτώσεις του διαζυγίου φαίνεται ότι εκφράζονται με ποιοτικά διαφορετικό τρόπο στην προσαρμογή του παιδιού ανάλογα με την ηλικία του. Παρακάτω παρουσιάζονται συνοπτικά οι δυσκολίες που δυνητικά προκύπτουν για τα παιδιά διαφόρων ηλικιών και αναπτυξιακών φάσεων

Βρεφική - προσχολική ηλικία (0-3 ετών) (Wallerstein, 1991, όπως αναφ. στο Wenar, & Kerig, 2011)

Η διαδικασία προσαρμογής ενός παιδιού προσχολικής ηλικίας απέναντι στη στρεσογόνο συνθήκη ενός διαζυγίου μπορεί να είναι αρκετά επίπονη. Στα πολύ μικρά παιδιά, οι ψυχοσυναισθηματικές δυσκολίες αρκετές φορές εκφράζονται μέσα από τις διεργασίες που ενέχουν το δεσμό προσκόλλησης στις γονεϊκές φιγούρες. Οι έντονες συγκρούσεις των γονέων μπορεί να διαταράξουν τις εσωτερικευμένες αναπαραστάσεις των νηπίων και να ανακόψουν τις αναγκαίες διεργασίες του συναισθηματικού δεσίματος (Burke et al., 2007). Άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι τα νήπια σημειώνουν μορφές συμπεριφορικής παλινδρόμησης, όπως ενούρηση, εγκόπριση, πιπίλισμα του δαχτύλου κ.α., ενώ σε follow-up δεκαοχτώ μήνες αργότερα, τα νήπια φάνηκαν ακόμη πιο διαταραγμένα και αυτό ίσχυε κυρίως για τα αγόρια. Από την άλλη, με την πάροδο του χρόνου, φαίνεται ότι τα παιδιά που βίωσαν το διαζύγιο κατά τη διάρκεια της προσχολικής περιόδου προσαρμόστηκαν καλύτερα από παιδιά που βίωσαν το διαζύγιο σε μεγαλύτερη ηλικία. Μια πιθανή εξήγηση γι’ αυτό θα μπορούσε να είναι το γεγονός ότι τα παιδιά αυτά μπορεί να μην είχαν ζωντανές μνήμες του διαζυγίου ή / και να συνήψαν σχέσεις εμπιστοσύνης με μετέπειτα σημαντικούς άλλους.

Προσχολική ηλικία (3-6 ετών)

Τα παιδιά αυτού του ηλικιακού φάσματος, ενδεχομένως να σχηματίσουν εσφαλμένες αντιλήψεις για τις αιτίες ενός διαζυγίου. Αυτό συμβαίνει λόγω γνωστικών περιορισμών ανάλογων του αναπτυξιακού τους σταδίου. Παρατηρείται στα παιδιά αυτά η τάση να θεωρούν ότι είναι προσωπικά υπεύθυνα για το χωρισμό των γονέων τους και να αισθάνονται έντονο άγχος και φόβο εγκατάλειψης. [Όπως έχει αναφερθεί και παλαιότερα, προκειμένου να αποσπαστούν τέτοιες πληροφορίες από τα παιδιά αυτής της ηλικίας, συχνά χρησιμοποιούνται και έμμεσες μέθοδοι, όπως το ιχνογράφημα]. Ο φόβος μπορεί να εκδηλώνεται μέσα από τη δυσκολία των παιδιών στον ύπνο. Ακόμη, τα παιδιά αυτής της ηλικίας μπορεί να γίνονται απαιτητικά και να παρουσιάζουν έντονη προσκόλληση (Leon, 2003)


Σχολική ηλικία (6-12 ετών)

Τα παιδιά σχολικής ηλικίας φαίνεται ότι δυσκολεύονται να εκφράσουν τους φόβους τους και συνήθως τα προβλήματα συμπεριφοράς που εκδηλώνουν, χρησιμοποιούνται ακριβώς ως μήνυμα και ως τρόπος επικοινωνίας των φόβων αυτών. Ενδεχομένως να πιστεύουν  ότι ο απών γονέας δεν τα αγαπάει πια. Επιπλέον, κατά την περίοδο αυτή παρατηρούνται αυξημένες φαντασιώσεις επανασύνδεσης. Μπορεί, ακόμη, τα παιδιά να εμπλακούν σε δυσλειτουργικά οικογενειακά τρίγωνα, δηλαδή σε συμμαχίες με τον ένα ή τον άλλο γονέα (όπου διαχωρίζεται ο “καλός” και ο “κακός” γονέας) ή να παρατηρηθεί το φαινόμενο του  “παιδιού-ειρηνοποιού”, σύμφωνα με το οποίο το παιδί καλείται να διεκπεραιώσει το ρόλο του διαμεσολαβητή μεταξύ των γονέων του. Σε ό,τι αφορά στη σχολική επίδοση, παρατηρείται μείωση και κοινωνική απόσυρση. Και εδώ φαίνεται ότι οι πιο αρνητικές επιπτώσεις παρατηρούνται στα αγόρια. Τέλος, αντίθετα από τα παιδιά βρεφικής-προσχολικής ηλικίας, για τα παιδιά σχολικής ηλικίας οι μνήμες των συζυγικών συγκρούσεων διατηρούνται  συχνά επώδυνα ζωντανές.


Εφηβική ηλικία (12-18 ετών)

Οι έφηβοι χαρακτηρίζονται από πιο αναπτυγμένη γνωστική και συναισθηματική λειτουργία, ωστόσο πέρα από το διαζύγιο, έχουν να αντιμετωπίσουν και τις προκλήσεις της ηλικίας τους. Έχοντας αναπτυγμένη την “τυπική”, με όρους της θεωρίας του Piaget, νόηση, η οποία συνίσταται στην αφαιρετική σκέψη, τη λογική και το συμβολισμό, οι έφηβοι φαίνεται να κατανοούν τους λόγους ενός διαζυγίου. Παρόλα αυτά, βιώνουν συχνά ένα αίσθημα προδοσίας, απώλειας, θυμού και αντικρουόμενων απαιτήσεων για αφοσίωση, ταυτόχρονα με την πίεση που προέρχεται από την αναπτυξιακή ανάγκη για αυτονομία και ανεξαρτησία. Οι έφηβοι φαίνεται να ανησυχούν για το δικό τους μελλοντικό γάμο αλλά και για οικονομικά ζητήματα. Ορισμένοι δύνανται να αποστασιοποιούνται από το γεγονός και να αυξάνουν τις κοινωνικές τους δραστηριότητες. 

Δεν υπάρχουν, ωστόσο, σαφή ευρήματα ως προς το φύλο σχετικά με τις διαφορές στην προσαρμογή μετά το διαζύγιο. Ορισμένες έρευνες δε δείχνουν αξιοσημείωτες διαφυλικές διαφορές. Κάποιες έρευνες δείχνουν δυσμενέστερη προσαρμογή των αγοριών (Amato, 2001; Hetherington, 2003) σε συνδυασμό και με τις πολλαπλές μεταβατικές εμπειρίες, ενώ άλλες συνυπολογίζοντας και τις ορμονικές αλλαγές των κοριτσιών κατά την εφηβεία αλλά και τις κοινωνικοπολιτισμικές επιρροές για στενές διαπροσωπικές σχέσεις, υποστηρίζουν πως τα κορίτσια τείνουν να είναι πιο ευαίσθητα στη διαχείριση ενός διαζυγίου απ’ ό,τι τα αγόρια. Σε κάθε περίπτωση, το θέμα είναι πολυσύνθετο και δε γίνεται να δοθεί μια νομοτελειακή απάντηση, αλλά εξαρτάται κατά περίπτωση.

Επιλογικά, μπορούμε να πούμε ότι δεν ακολουθούν όλα τα παιδιά την ίδια πορεία αντιμετώπισης ενός διαζυγίου. Μέσα σε μια τόσο σύνθετη, κυκλική συστημική διεργασία, είναι δύσκολο να αναγνωριστεί αν οι παρατηρούμενες αντιδράσεις στα μέλη μιας οικογένειας αποτελούν απόρροια ή πρόδρομο του διαζυγίου. Ορισμένες “τυπικές” αντιδράσεις για κάποια παιδιά ενδεχομένως να μη θεωρούνται “τυπικές” για κάποια άλλα. Τέλος, είναι δύσκολο να γνωρίζει κανείς την αλληλεπίδραση προστατευτικών παραγόντων και παραγόντων κινδύνου για το κάθε άτομο.


Κείμενο:

Σωζόπουλος Χρήστος,

Ψυχολόγος, - Ειδ. Συστημικός ψυχοθεραπευτής


Βιβλιογραφία

Amato, P.R. (1993). Children’s adjustment to divorce: Theories, hypotheses, and

empirical support. Journal of Marriage & Family, 55, 23-38.


Amato, P. R. (2001). Children of Divorce in the 1990s: An Update of the Amato and

Keith (1991) Meta-Analysis. Journal of Family Psychology, 15(3), 355-370.


Amato, P.R. (2003). Reconciling divergent perspectives: Judith Wallerstein,

quantitative family research and children of divorce. Family Relations,59, 332-339.


Αmato, P.R. (2005). The impact of family formation change on the cognitive, social

and emotional well-being of the next generation. The Future of Children, 15(2),75-96.


Buchanan, C.M., Heiges, K.L. (2001). When conflict continues after the marriage

ends: Effects of post-divorce conflict on children. In J.H. Grych & F.D. Fincham

(Eds.), Interparental conflict and child development (pp. 337-362). Cambridge,

MA: Cambridge University Press.


Burke, S., McIntosh, J., & Gridley, H. (2007). Parenting after separation: A position

statement prepared for the Australian Psychological Society.


DeLeire, T., & Kalil, A. (2001). Good things come in threes: Single parent

multigenerational family structure and adolescent adjustment. Working Paper. Harris Graduate School of Public Policy Studies, University of Chicago


Emery, R.E., Matthews, S.G., & Kitzmann, K.M. (1995). Child custody mediation and litigation: Parents’ satisfaction and functioning one year after settlement. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 62, 124-129


Gottman, J.M., & Notarius, C.T. (2001). Decade review: Observing marital

interaction. In R.M. Milardo (ed.) Understanding families into the new milennium: A decade in review. Minneapolis, MN: National Council on Family Relations.


Hetherington, E. M., Bridges, M., & Isabella, G.M. (1998). What matters? What does not? Five perspectives on the association between marital transitions and children’s adjustment. American Psychologist, 53, 167-184.


Ηetherington, E.M. & Kelly, J. (2002). For better or for worse. New York:Norton.


Hetherington, Ε. M., & Stanley-Hagan, M. (2002). Parenting in divorced and

remarried families. In M. Bornstein, (Ed), Handbook of Parenting (2nd edn).

Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum.


Hetherington, E.M. (2003). Social support and the adjustment of children in divorced

and remarried families. Childhood, 10(2), 217-236


Κelly, J.B. (2003). Changing perspectives on children’s adjustment following divorce:

A view from the United States.Childhood, 10(2), 237-254.


Leon, K. (2003). Risk and Protective Factors in Young Children's Adjustment to

Parental Divorce: A Review of the Research. Family Relations, 52(3), 258-270


Μαράτου-Αλιπράντη, Λ. (2010). Νέες μορφές οικογένειας. Τάσεις και εξελίξεις στη

σύγχρονη Ελλάδα. Εγκέφαλος, 47(2):55-66.


Nair, H., & Murray, A. (2005). Predictors of Attachment Security in Preschool

Children From Intact and Divorced Families. The Journal of Genetic Psychology, 166(3), 245-263.


Οldehinkel, A.J., Ormel, J., Veenstra, R., De Winter, A.F., & Verhulst, F.C. (2008).

Parental divorce and offspring depressive symptoms: Dutch developmental

trends during early adolescence. Journal of Marriage and Family, 70, 284-293


Parke, M. (2003). Are married parents really better for children? What research says

about the effects of family structure on child well-being. Couples and Marriage Series, 3, 1-7.


Schneider, B., Atteberry, A., & Owens, A., (2005). Family matters: Family structure

and child outcomes. (pp. 1-42). Alabama Policy Institute, Birmingham, Alabama


Σταύρου, Ε., & Χριστογιώργος, Σ. Μ. (2001). Διαζύγιο. Στο Γ. Τσιάντης (Επιμέλ.),

Εισαγωγή στην Παιδοψυχιατρική (σελ. 343-359). Αθήνα: Καστανιώτης.


Wenar, C., & Kerig, P. (2011). Εξελικτική Ψυχοπαθολογία. Από τη βρεφική ηλικία στην εφηβεία. Αθήνα: Gutenberg


Χατζηχρήστου, Χ. (1999). Ο χωρισμός των γονέων, το διαζύγιο και τα παιδιά. Αθήνα:

Ελληνικά Γράμματα.


#inmedhealth
►Βρείτε μας στο Facebook: shorturl.at/aknuQ
►Βρείτε μας στο Instagram: shorturl.at/vC079
►Βρείτε μας στο Linkedin: shorturl.at/isY08
►Επικοινωνήστε μαζί μας στο inmedhealth.blogspot.gr@gmail.com

Βρείτε μας στο Youtube!


*Οι απόψεις των εθελοντών αρθρογράφων είναι απολύτως προσωπικές και δεν εκφράζουν απαραίτητα την άποψη του ιδιοκτήτη.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια