Λίγα λόγια για την ψυχολογία των δακρύων!
Το κλάμα συνιστά μία από τις πιο κοινές συναισθηματικές αντιδράσεις των ανθρώπων. Ο καθένας από εμάς έχει κλάψει κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της ζωής του, είτε λόγω θλίψης είτε λόγω χαράς. Το κλάμα είναι μια συμπεριφορά που απαντάται σχεδόν αποκλειστικά (με εξαίρεση ορισμένα είδη ζώων) στους ανθρώπους. Υπό αυτή την έννοια θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια συμπεριφορά με εξελικτική σημασία, και ως απόρροια μιας βαθύτερης σύνδεσης με τη θλίψη και το θρήνο. Μέχρι στιγμής, αν και η έρευνα γύρω από την κοινωνική και βιολογική λειτουργία του κλάματος (επαναφορά ομοιόστασης μετά την συναισθηματική εκφόρτιση) μας έχει αποφέρει σημαντικούς καρπούς γνώσης, ωστόσο υπάρχουν πολλά που ακόμη μας είναι άγνωστα γύρω από τη θαυμαστή (!) αυτή συμπεριφορά.
Ο λόγος που συμβαίνει αυτό μπορεί εν μέρει να αποδοθεί στο γεγονός ότι στις μέρες μας το κλάμα λαμβάνει αρνητικές νοηματοδοτήσεις λόγω συσχετίσεων με ιδιότητες που σε πολλά πολιτισμικά πλαίσια θεωρείται ότι φανερώνουν αδυναμία. Ως εκ τούτου, οι ιδιότητες αυτές εμπίπτουν στο εκάστοτε κοινωνικό στερεότυπο του “μη επιθυμητού”. Λόγω αυθαίρετων και πλασματικών, λοιπόν, συναφειών, το κλάμα θεωρείται ότι σχετίζεται με την απώλεια του αυτοελέγχου, την ανωριμότητα και τη παλινδρόμηση σε προγενέστερα επίπεδα ψυχολογικής λειτουργικότητας (για παράδειγμα στις περιπτώσεις που σχετίζεται με την ταραχή και την μειωμένη ικανότητα αυτορρύθμισης, το κλάμα μπορεί να χαρακτηριστεί ακόμη και ως “νηπιακή” συμπεριφορά). Μια άλλη αρνητική διάσταση του κλάματος προέρχεται από τη συσχέτισή του με δυσάρεστα “εναύσματα” (δηλ. συμπεριφορές που πυροδοτούν την αντίδραση του κλάματος), όπως ο θυμός, η θλίψη, η αναστάτωση και όλες εκείνες οι δυσφορικές συμπεριφορές – διαθέσεις που σχετίζονται με τη συναισθηματική υπερφόρτωση. Επιπλέον, πολιτισμικές συνυποδηλώσεις και πρακτικές ανατροφής, συνηγορούν στο γεγονός ότι το κλάμα θεωρείται “θηλυκή συμπεριφορά”, ότι αποκαλύπτει τη συναισθηματική ευθραυστότητα του ατόμου, καθώς και ότι οι δύσκολες καταστάσεις χρειάζεται να αντιμετωπίζονται με στωικότητα και ψυχραιμία (κυρίως από τους άνδρες).
Από ψυχολογικής πλευράς, το κλάμα μπορεί να αποτελεί σύμπτωμα κατάθλιψης και άγχους. Σε καταστάσεις συναισθηματικής υπερφόρτωσης, οι άνθρωποι γινόμαστε πιο επιρρεπείς σε αρνητικά συναισθήματα, τα οποία με τη σειρά τους μπορεί να εκφραστούν μέσω του κλάματος. Το κλάμα είναι ο τρόπος του σώματος όχι μόνο να μειώσει το ψυχολογικό στρες, αλλά και να το επεξεργαστεί. Όταν τα συναισθήματα συγκρατούνται και τα δάκρυα “καταπίνονται” , τότε η συναισθηματική ενέργεια συγκεντρώνεται στο σώμα και μπορεί να προκαλέσει διάφορα σύνδρομα και ασθένειες (όπως καρκίνους, αυτοάνοσα, ψυχοσωματικά προβλήματα κ.α), να ξεσπάσει με πιο βίαιους τρόπους και να υπονομεύσει την ψυχική μας ανθεκτικότητα.
Γιατί είναι σημαντικό να δίνεται στον καθένα η δυνατότητα να κλάψει; Τι γνωρίζουμε μέχρι στιγμής για τη συμπεριφορά αυτή;
Σε ένα άλλο επίπεδο, το κλάμα σχετίζεται με την ικανότητα της ενσυναισθητικής έκφρασης, της αμοιβαίας σύνδεσης και της συναισθηματικής γνησιότητας. Φυσικά δε σημαίνει ότι οι ατομικές διαφορές στην έκφραση συνεπάγονται αναγκαστικά διαφορές και στην ικανότητα ενσυναίσθησης. Το κλάμα είναι μία μόνο παράμετρος, η οποία μάλιστα απλώς συσχετίζεται με την ενσυναίσθηση και δεν την αιτιολογεί απαραίτητα. Επομένως, συχνά οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το κλάμα ως αυτό-καταπραϋντική συμπεριφορά, η οποία μειώνει την ένταση. Παράλληλα το κλάμα επιτελεί τη λειτουργία της κάθαρσης και δημιουργεί ανοίγματα για την επούλωση από τραύματα και αποχωρισμούς. Ανατρέχοντας στη βιβλιογραφία, μπορούμε μερικώς να συνοψίσουμε τη γνώση μας γύρω από τη λειτουργία του κλάματος και να αναγνωρίσουμε σημεία που χρειάζονται περαιτέρω εμβάθυνση. Σύμφωνα με αρκετές έρευνες (Bylsma et al., 2020; Rottenberg, Bylsma & Vingerhoets, 2008; Hendricks et al., 2008; Gracanin et al., 2015; Gracanin, Bylsma, & Vingerhoets, 2014; Vingerhoets, van de Ven, & van der Welden, 2016) προκύπτει ότι:
1) Οι πέντε πιο συνήθεις λόγοι για το συναισθηματικό κλάμα είναι η απώλεια, η αβοηθησία (και η αίσθηση απελπισίας), ο σωματικός πόνος και η δυσφορία, το κλάμα που σχετίζεται με την ενσυναίσθηση (για παράδειγμα το να κλαίει κάποιος εξαιτίας μιας συναισθηματικής αντίδρασης ενός άλλου – βλ. Κοινωνιογνωστική θεωρία: μιμητική μάθηση – μάθηση μέσω υποκατάστατου) και οι υπερβολικά θετικές – συγκινησιακές καταστάσεις (δάκρυα χαράς).
2) Τόσο τα βρέφη γένους αρσενικού, όσο και γένους θηλυκού δε παρουσιάζουν διαφορές στο κλάμα.
3) Παρόλα αυτά, υπάρχουν διαφυλικές διαφορές στους ενηλίκους: Κατά μέσο όρο οι γυναίκες κλαίνε περίπου 2 με 5 φορές το μήνα, ενώ αντίστοιχα για τους άντρες ο αριθμός αυτός κυμαίνεται στο 0 με 1. Οι διαφορές αυτές αρχίζουν να σημειώνονται στην ύστερη παιδική ηλικία και πιθανώς σχετίζονται με τις πρακτικές ανατροφής, κοινωνικοποίησης και εν γένει κοινωνικής διάστασης του φύλου (για παράδειγμα, το γεγονός ότι πολλές φορές στα αγόρια δεν επιτρέπεται να κλάψουν, δυνητικά οδηγεί σε μια έλλειψη ενσωμάτωσης της συμπεριφοράς του κλάματος στο συμπεριφορικό ρεπερτόριο των ενηλίκων). Φυσικά, για να είμαστε απόλυτα ακριβείς, οι διαφυλικές διαφορές στο κλάμα σχετίζονται, σε μικρότερο βέβαια βαθμό, και με ορμονικές διαφορές (τεστοστερόνη -> δυνητικά ανασταλτικός παράγοντας, προλακτίνη -> δυνητικά ενισχυτικός παράγοντας του κλάματος) (van Hemert et al., 2011).
4) Οι μεταβλητές της προσωπικότητας σχετίζονται με το κλάμα. Άτομα τα οποία εκδηλώνουν υψηλή ενσυναίσθηση, τείνουν να κλαίνε σχετικά πιο εύκολα τόσο σε αρνητικές όσο και σε θετικές καταστάσεις, εν συγκρίσει με άτομα με χαμηλότερη ενσυναίσθηση.
5) Ο τύπος δεσμού σχετίζεται και αυτός με το κλάμα. Άτομα με αποφευκτικό δεσμό τείνουν να κλαίνε λιγότερο σε σχέση με άτομα με ασφαλή ή αγχώδη δεσμό.
6) Υπάρχουν και ευρύτεροι κοινωνικοπολιτισμικοί παράγοντες που σχετίζονται με το κλάμα. Άτομα σε πλούσιες δημοκρατικές χώρες κλαίνε συχνότερα σε σχέση με άλλες χώρες.
7) Βλέποντας ένα άτομο να κλαίει αλλάζει την οπτική μας γι’ αυτό. Άτομα που κλαίνε γίνονται αντιληπτά ως πιο αξιόπιστα, ειλικρινή και λιγότερο επιθετικά. Στον αντίποδα, υπάρχει και η αρνητική θέαση αυτής της κατάστασης. Άτομα που κλαίνε μπορεί να γίνουν αντιληπτά και ως συναισθηματικά πιο ασταθή.
8) Διευκρινίζοντας το σημείο 7, το πλαίσιο (setting) φαίνεται να έχει ιδιαίτερη σημασία. Για παράδειγμα το να κλαίει κανείς στο χώρο εργασίας γενικά θεωρείται ως κάτι πιο αρνητικό σε σχέση με μια αντίστοιχη συμπεριφορά σε ιδιωτικό πλαίσιο.
9) Περίπου το 50 % των ανθρώπων νιώθει όντως καλύτερα μετά το κλάμα.
10) Ένα 10 % των ανθρώπων μπορεί να νιώσει χειρότερα μετά το κλάμα.
11) Αν κάποιος ωφελείται ή όχι από το κλάμα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τους ανθρώπους γύρω του. Αν ο περίγυρος προσφέρει στήριξη και δείξει κατανόηση, είναι πιθανότερο για το άτομο που έκλαψε να νιώσει καλύτερα στη συνέχεια.
12) Σε ποσοστό περίπου 15-30% όλων των ψυχοθεραπευτικών πλαισίων (therapeutic settings), εκδηλώνεται η συμπεριφορά του κλάματος.
13) Το κλάμα στη ψυχοθεραπεία πιθανώς σχετίζεται με καλύτερη θεραπευτική έκβαση. Φαίνεται ότι διευκολύνει τη συναισθηματική έκφραση, όπου με τη σειρά της αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για μια επιτυχημένη θεραπεία.
Όταν κάποιος απλά δεν μπορεί να κλάψει…
Συμβαίνει κάποιες φορές να θέλει κανείς να κλάψει και απλά να μη μπορεί; Μήπως υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι δεν κλαίνε ακόμη και όταν έρχονται αντιμέτωποι με εξαιρετικά δυσάρεστες καταστάσεις; Αρκετοί συνάνθρωποί μας παρατηρούν τους γύρω τους να κλαίνε ενώ οι ίδιοι δε μπορούν. Ενδεχομένως να αναρωτιούνται για τους λόγους που συμβαίνει αυτό, ή ακόμη και να υποφέρουν. Οι λόγοι μπορεί να είναι διάφοροι και ετερογενείς και χωρίζονται κυρίως σε ιατρικής και ψυχολογικής φύσεως.
Από ιατρικής άποψης, ένα άτομο που δεν μπορεί να κλάψει μπορεί να παρουσιάζει το “Σύνδρομο του ξηρού οφθαλμού”, το οποίο οδηγεί σε μείωση στην παραγωγή δακρύων. Το σύνδρομο αυτό τείνει να εμφανίζεται μαζί με ζητήματα όπως: ορμονικές τις αλλαγές σχετιζόμενες με την εγκυμοσύνη ή την εμμηνόπαυση, την ηλικία, τον διαβήτη, τα προβλήματα θυρεοειδούς, τη ρευματοειδή αρθρίτιδα, τις οφθαλμικές φλεγμονές, τη χρήση φακών επαφής κ.α. Ακόμη, ένα άτομο που δεν μπορεί να κλάψει μπορεί να πάσχει και από σύνδρομο Sjögren∙ πρόκειται για αυτοάνοσο νόσημα που σχετίζεται με βακτηριακή λοίμωξη, η οποία προσβάλλει τους αδένες που παράγουν δάκρυα και σίελο (van Leeuwen et al., 2012). Τέλος, η αδυναμία κλάματος μπορεί να οφείλεται και σε φαρμακευτική αγωγή (χάπια ελέγχου εγκυμοσύνης, SSRI’s, αντιισταμινικά, αποσυμφορητικά κ.α.).
Αν αποκλειστεί η πιθανότητα αδυναμίας κλάματος λόγω ιατρικής πάθησης, τότε το πιθανότερο είναι ότι οι λόγοι είναι ψυχολογικοί. Ορισμένοι επιμέρους τύποι κατάθλιψης, όπως η κατάθλιψη με μελαγχολικά στοιχεία μπορεί να προκαλέσει αδυναμία κλάματος λόγω της βαρύτητας των συμπτωμάτων. της μειωμένης ψυχοφυσιολογικής αντίδρασης του ατόμου και της γενικότερης αποσύνδεσης με τα συναισθήματά του. Συχνή είναι η ανηδονία, η αδυναμία δηλαδή του ατόμου να βιώσει οποιοδήποτε ευχάριστο συναίσθημα και η μείωση της συναισθηματικής εκφραστικότητας. Η ανηδονία μπορεί να εμφανίζεται ως μέρος της κατάθλιψης, της σχιζοφρένειας, αλλά και ως αυτόνομο σύμπτωμα. Επιπροσθέτως, τα καταπιεσμένα συναισθήματα μπορεί να οδηγήσουν, με την πάροδο του χρόνου, σε αδυναμία κλάματος. Όσο αυτοματοποιείται η συμπεριφορά της καταπίεσης των συναισθημάτων απέναντι σε μια στρεσογόνο κατάσταση, τόσο το άτομο μαθαίνει να μην εκφράζει τα συναισθήματά του, απωθώντας τα. Εδώ δεν επηρεάζεται η φυσική ικανότητα του ατόμου να κλαίει, απλώς δεν το κάνει. Σε οποιαδήποτε τέτοια περίπτωση, ενδείκνυται η συνδρομή ειδικού. Τέλος, όπως προαναφέρθηκε, σημαντικό ρόλο στην εκδήλωση ή μη του κλάματος, διαδραματίζουν και οι προσωπικές πεποιθήσεις για τη συμπεριφορά αυτή. Η “ανικανότητα” ενός ατόμου να κλάψει μπορεί να προέρχεται από την αντίληψη ότι αποτελεί ένδειξη αδυναμίας. Μπορεί ακόμη να θεωρηθεί ως μια μαθημένη συμπεριφορά. Για παράδειγμα, αν τα μέλη μιας οικογένειας δεν κλαίνε ποτέ, μπορεί κάποιος να μη θεωρήσει ποτέ ότι το κλάμα είναι μια ένας φυσικός τρόπος συναισθηματικής έκφρασης.
Ανακεφαλαιώνοντας, είδαμε ότι το κλάμα ως συμπεριφορά επιτελεί και ενδοπροσωπική λειτουργία (κάθαρση), και διαπροσωπική (επικοινωνία συναισθημάτων, ανάγκη στήριξης) (Hasson, 2009). Οι δύο λειτουργίες αυτές αλληλοσυμπληρώνονται. Ακόμη, η επικοινωνιακή σημασία του κλάματος φαίνεται να έχει και εξελικτική σημασία, αφού παρατηρείται διαπολιτισμικά και από τη βρεφική ηλικία ως την ενηλικίωση. Το κλάμα σχετίζεται με πάρα πολλούς παράγοντες, μεταξύ αυτών τα χαρακτηριστικά προσωπικότητας, την πρότερη ψυχολογική και πνευματική κατάσταση, τα πολιτισμικά στερεότυπα και την κοινωνική υποστήριξη. Αν και τα ερευνητικά ευρήματα ορισμένες φορές φαίνονται να είναι μεικτά αναφορικά με την ωφέλεια του κλάματος στον άνθρωπο, αυτό οφείλεται πιθανώς και στη μεθοδολογία των ερευνών (π.χ προδρομικές έρευνες έναντι ψευδο-πειραματικών σχεδιασμών). Σε κάθε περίπτωση, το κλάμα συνιστά μια πολύ βασική και πανανθρώπινη συμπεριφορά, η οποία είναι φορέας έντονης συναισθηματικής έντασης. Ανεξαρτήτως των επικρατούντων στερεοτύπων, μπορούμε να συνοψίσουμε τη σύγκλιση απόψεων σε ένα ρητό: “Κλάψε..μπορεί να σου κάνει καλό”.
Σωζόπουλος Χρήστος,
Ψυχολόγος, Ειδ – συστημικός ψυχοθεραπευτής
Βιβλιογραφία
Bylsma, L.M., Gračanin, A., & Vingerhoets, A.J.J.M. (2020). A clinical practice review of crying research. Psychotherapy, in press.
Gračanin, A., Bylsma, L. M., & Vingerhoets, A. J. (2014). Is crying a self-soothing behavior?. Frontiers in psychology, 5, 502. https://doi.org/10.3389/fpsyg.2014.00502
Gračanin, A., Vingerhoets, A.J.J.M., Kardum, I. et al (2015). Why crying does and sometimes does not seem to alleviate mood: a quasi-experimental study. Motivation and Emotion, 39, 953–960. https://doi.org/10.1007/s11031-015-9507-9
Hasson, O. (2009). Emotional tears as biological signals. Evolutionary Psychology, 7, 363–370.
Hendriks, M., Nelson, J., Cornelius, R., & Vingerhoets, A.J.J.M. (2008). Why Crying Improves Our Well-being: An Attachment-Theory. Perspective on the Functions of Adult Crying. 10.1007/978-0-387-29986-0_6.
Rottenberg, J., Bylsma, L. M., & Vingerhoets, A. J. J. M. (2008). Is Crying Beneficial? Current Directions in Psychological Science, 17(6), 400–404.
van Hemert, D. A., van de Vijver, F. J. R., & Vingerhoets, A. J. J. M. (2011). Culture and Crying: Prevalences and Gender Differences. Cross-Cultural Research, 45(4), 399–431.
van Leeuwen, N., Bossema, E. R., van Middendorp, H., Kruize, A. A., Bootsma, H., Bijlsma, J. W., & Geenen, R. (2012). Dealing with emotions when the ability to cry is hampered: emotion processing and regulation in patients with primary Sjögren's syndrome. Clinical and experimental rheumatology, 30(4), 492–498.
Vingerhoets, A. J., van de Ven, N., & van der Velden, Y. (2016). The social impact of emotional tears. Motivation and emotion, 40, 455–463. https://doi.org/10.1007/s11031-016-9543-0
0 Σχόλια