Μιλώντας στα παιδιά για το θάνατο: Ο ρόλος της γονεϊκής υποστήριξης | InMedHealth


Μιλώντας στα παιδιά για το θάνατο: Ο ρόλος της γονεϊκής υποστήριξης

Το να μιλήσει κανείς σε ένα παιδί για το θάνατο είναι πάντοτε μια επίπονη, όσο και αναπόφευκτη διαδικασία. Ως ενήλικοι, και ιδίως ως γονείς, καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια να προστατέψουμε τα παιδιά από τις επώδυνες εμπειρίες, επειδή αυτό που πάνω από όλα επιθυμούμε είναι να τα βλέπουμε χαρούμενα, να γελούν, να παίζουν, να μαθαίνουν, να είναι ευτυχισμένα. Ενώ σπεύδουμε να τους μιλήσουμε για τα μυστήρια και τα θαυμαστά της ζωής, όταν πρόκειται για έναν θάνατο, συχνά δεν έχουμε το ψυχικό σθένος ούτε τη γνώση για να το πραγματοποιήσουμε.

Ο θάνατος, ωστόσο, δεν παύει να αποτελεί μέρος της ίδιας της ζωής και τα παιδιά δεν παύουν να είναι ανθρώπινες οντότητες που βιώνουν τη ζωή. Είναι μοιραίο, συνεπώς, ότι αργά ή γρήγορα ότι ο θάνατος και η ιδέα αυτού, θα αγγίξει τα παιδιά και γι’ αυτό το λόγο είναι πολύ σημαντικό για τη ψυχική τους υγεία να μπορέσουν να κατανοήσουν την έννοια του θανάτου, να πενθήσουν και να προχωρήσουν εν τέλει τη ζωή τους. Βοηθώντας τα παιδιά να ξεπεράσουν το συναισθηματικό σκόπελο του τραύματος, τα εφοδιάζουμε με ικανότητες χρήσιμες για όλη την υπόλοιπη ζωή τους. Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να δώσουμε απάντηση σε ορισμένες συνήθεις ερωτήσεις των γονιών –σημαντικών άλλων, όταν έρχονται αντιμέτωποι με ένα τέτοιο ζήτημα, με βάση την βιβλιογραφία και την κλινική πρακτική.

1.«Πώς πρέπει να μιλήσω στο παιδί μου για το θάνατο;» 

Σημαντικό στοιχείο εδώ είναι η στοργή και η τρυφερότητα, η οποία εκφράζεται με απλές και ειλικρινείς εκφράσεις.  Σε ένα ήσυχο περιβάλλον και αγκαλιάζοντας με αγάπη το παιδί, μη φοβηθείτε να προφέρετε τη λέξη «πέθανε». Μια λειτουργική φράση θα μπορούσε να είναι η εξής: «Ο μπαμπάς πέθανε. Τον αγαπούσαμε πάρα πολύ και ξέρουμε ότι μας αγαπούσε και εκείνος. Σίγουρα θα μας λείψει πάρα, μα πάρα πολύ».  Αν ο θάνατος επήλθε από κάποια ασθένεια ή από ένα ατύχημα, είναι καλό να δίνονται ορισμένες πληροφορίες γύρω από τα συμβάντα αυτά με εύληπτο τρόπο. Για παράδειγμα: «Εδώ και καιρό ο μπαμπάς ήταν πολύ μα πολύ άρρωστος». Τα επαναλαμβανόμενα «πολύ» βοηθούν τα παιδιά να διακρίνουν τη διαφορά ανάμεσα στο θάνατο και στις περιπτώσεις που και τα ίδια απλά αρρώστησαν ή τραυματίστηκαν. Χρήσιμο θα ήταν να αποφεύγονται ευφημισμοί (π.χ «τον χάσαμε, έφυγε για ένα μακρινό ταξίδι»), διότι δημιουργούν σύγχυση και αναστάτωση, κυρίως στα μικρότερα παιδιά.  Αν τα παιδιά λάβουν την πληροφορία ότι το αγαπημένο τους πρόσωπο απλώς «κοιμήθηκε», είναι πιθανό να αναπτύξουν φοβία για το βραδινό ύπνο.

2.“Γιατί” πέθανε ένα πρόσωπο;

Τα «γιατί» στη ζωή συχνά μας στοιχειώνουν. Είναι δύσκολο να δώσουμε απάντηση χωρίς να καταλαβαίνουμε πλήρως και εμείς οι ίδιοι και προσπαθώντας ταυτόχρονα να σταθούμε στο ύψος που απαιτεί ο ρόλος μας ως ενηλίκων / γονιών ακόμα και μια τέτοια στιγμή. Δεν πειράζει να παραδεχτούμε ότι έχουμε αναρωτηθεί και εμείς το «γιατί». Η προσέγγιση που θα ακολουθούμε μιλώντας στα παιδιά για το θάνατο, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην κατανόηση και τα βιώματα που εμείς έχουμε γι’ αυτόν. Μια τέτοια προσέγγιση, μολονότι δεν είναι αρνητική, δεν προετοιμάζει κατ’ ανάγκη το παιδί για το ενδεχόμενο ενός θανάτου. Είναι σημαντικό να εξηγηθεί στο παιδί το γεγονός ότι ο θάνατος είναι κομμάτι της ζωής όλων των έμβιων οργανισμών, ότι συμβαίνει σε όλους και ότι είναι κάτι πέραν του ελέγχου μας. Στο πλαίσιο αυτό τονίζουμε στα παιδιά (κυρίως κάτω των 5 ετών, όπου η σκέψη των παιδιών χαρακτηρίζεται ως «μαγική» και «παντοδύναμη») ότι δεν ευθύνονται τα ίδια σε καμία περίπτωση για το θάνατο του αγαπημένου προσώπου.

3. Μήπως θα έπρεπε να μιλήσω από το θάνατο από τη θρησκευτική οπτική;

Η συγκεκριμένη απόφαση εναπόκειται καθαρά στην κρίση της οικογένειας και είναι ωφέλιμο να λαμβάνεται από κοινού. Σε αδρές γραμμές, εξαρτάται από τη θρησκευτική παιδεία που οι γονείς έχουν δώσει (ή όχι) στα παιδιά τους. Αν η πίστη χαρακτηρίζει την οικογένεια, τα παιδιά μπορεί να κατανοήσουν το θάνατο μέσα από ένα πιο οικείο για αυτά πλαίσιο. Σε αντίθετη περίπτωση, ένας θάνατος δεν είναι η καλύτερη στιγμή να εισαγάγουμε ένα παιδί ξαφνικά στη θρησκεία διότι μπορεί να μπερδευτεί. Εκφράσεις όπως «ο Θεός πήρε το μπαμπά», «ο Θεός ήθελε τη μαμά» είναι καλό να αποφεύγονται είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση διότι μπορεί να προκαλέσει φόβο στα (μικρά) παιδιά.

4.Χρειάζεται τα παιδιά να παρίστανται στη κηδεία, στον ενταφιασμό ή σε μια αγρυπνία;

Σε συνάρτηση με το παραπάνω ερώτημα, και σε αυτή την περίπτωση είναι  απόφαση της οικογένειας. Θα πρέπει, ωστόσο, να δίνεται η ευκαιρία στα παιδιά να συμμετέχουν σε κάποια ιεροτελεστία αν το επιθυμούν. Η κηδεία αποτελεί μια σημαντική τελετουργία συνυφασμένη με τον αποχωρισμό και τη βίωση του θρήνου. Επιτρέπει την έκφραση του πόνου και την διαμοιρασμό του με τους υπόλοιπους παριστάμενους, συγγενείς και φίλους. Επομένως, η κηδεία και τα παρεπόμενά της μπορεί να αποτελέσουν ψυχικό απόθεμα τόσο για ένα παιδί, όσο και για έναν ενήλικα, αφού εκτός από τη δυνατότητα έκφρασης του πόνου, βοηθά παράλληλα στην άντληση δύναμης και στήριξης μέσα από τους συγγενικούς και κοινωνικούς δεσμούς. 

Παρόλα τα παραπάνω, είναι σημαντικό να εξηγηθεί εκ των προτέρων στα παιδιά τι πρόκειται να συμβεί, τι θα δουν και τι θα ακούσουν. Οι ερωτήσεις που μπορεί να θέσουν τα παιδιά στο γονέα αποτελούν σημείο προσοχής. Αναφορικά με την αγρυπνία, ίσως τα παιδιά την αποκωδικοποιήσουν ως μια διαδικασία αναμονής κατά την οποία το εκλιπόν πρόσωπο θα «ξυπνήσει». Συνεπώς, η τελετουργία αυτή αποτελεί ένα σημείο προσοχής για τυχόν σύγχυση και παρερμηνεία της μονιμότητας και αμετάκλητης φύσης του θανάτου.

5. Κάνει κακό στα παιδιά μου να με δουν να κλαίω;

Ασφαλώς όχι. Τα παιδιά πρέπει  να μάθουν να εκφράζουν τα συναισθήματά τους και τις περισσότερες φορές αυτό συμβαίνει μέσω της μίμησης συμπεριφορών του άμεσου περιβάλλοντός τους. Έτσι, τα παιδιά αναπτύσσουν μια εσωτερική νόρμα για το πώς αναμένεται να αντιδράσουν και σε ποιες συνθήκες. Όταν ένας γονέας κλαίει, η συμπεριφορά του αυτή γίνεται φορέας του μηνύματος αφενός ότι το κλάμα είναι κάτι απόλυτα φυσιολογικό και, αφετέρου, ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά αναμένεται σε τέτοιες καταστάσεις. Σε αντίθετη περίπτωση, τα παιδιά θα μάθουν να καταπνίγουν τα συναισθήματά τους και να κατακλύζονται από αυτά, γεγονός το οποίο σηματοδοτεί την απαρχή μελλοντικής ψυχικής δυσφορίας.

6. Θα πρέπει να ενημερώσω τους δασκάλους των παιδιών μου για το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου;

Ναι και μάλιστα όσο πιο σύντομα γίνεται. Οι δάσκαλοι και οι παιδαγωγοί μπορούν να βοηθήσουν, αν έχουν στο νου τους την υπάρχουσα κατάσταση. Μπορούν να παρατηρούν τη συμπεριφορά των παιδιών σε ένα πλαίσιο (σχολείο), στο οποίο οι γονείς δεν είναι άμεσοι παρατηρητές, και να δίνουν ανατροφοδότηση (Το πώς ακριβώς και ποιες παρεμβάσεις είναι υλοποιήσιμες σε σχολικά περιβάλλοντα, θα αναλυθεί σε επόμενο άρθρο). Αν στο σχολείο αυτό τυχαίνει να υπάρχει κάποιος ψυχολόγος - παιδοψυχολόγος, είναι επιβεβλημένο να λάβει και εκείνος ενδελεχή ενημέρωση, διατηρώντας τη δεοντολογική αρχή της εχεμύθειας.

7. Πώς μπορεί ένα παιδί να αντιδράσει σε ένα θάνατο αγαπημένου προσώπου και πώς μπορώ να ανταποκριθώ εγώ κατάλληλα;

Ορισμένα παιδιά μπορεί να διακατέχονται από ενοχές για κάποια απότομα λόγια ή για κάποια κακή συμπεριφορά απέναντι στο πρόσωπο που πέθανε. Σε περιπτώσεις που ο ένας απ’ τους δύο γονείς πεθαίνει, πολλά παιδιά τείνουν να προσκολλώνται στον επιζώντα γονέα λόγω φόβου εγκατάλειψης. Ο φόβος αυτός πηγάζει από την υπόθεση ότι αν πεθάνει κι ο επιζών γονέας, δε θα απομείνει κανείς για να τα φροντίζει και να τα αγαπά. Άλλα παιδιά μπορεί να γίνουν επιθετικά, να παρουσιάσουν ψυχοσωματικά συμπτώματα ή και να παλινδρομήσουν σε νηπιακές συμπεριφορές και να φερθούν εγωκεντρικά. Αυτό δε σημαίνει ότι είναι εγωκεντρικά. Η επισήμανση των ανάρμοστων συμπεριφορών και η σαφής και συνεπής οριοθέτηση αποτελούν δικλείδες ψυχολογικής ασφαλείας.

8.Ποια θεωρείται η κατάλληλη στιγμή ώστε να ξαναρχίσουν τα παιδιά να παίζουν;

Όπως αναλυτικά έχει επισημανθεί σε προηγούμενο άρθρο για την απώλεια, το θρήνο και το πένθος, η κάθε περίπτωση είναι μοναδική και εξαρτάται από τη συνδρομή πολλών παραγόντων. Δεν υπάρχει μαγική συνταγή που να καθορίζει ρητά την περίοδο λήξης του θρήνου και την επιστροφή στην κανονικότητα. Ακόμη, είναι γνωστό ότι τα παιδιά θρηνούν «κατά ώσεις», δηλαδή σταδιακά.  Μπορεί τη μια στιγμή να κλαίνε από θλίψη και την επόμενη να γελούν παίζοντας. Το παιχνίδι αποτελεί την απαραίτητη ανάπαυλα και επιτρέπει στα παιδιά να αποφορτιστούν από το άγχος και την αγωνία τους. Άλλες μέθοδοι, οι οποίες μπορεί να είναι εξαιρετικά αποτελεσματικές στη διαχείριση του πένθους και στη μετέπειτα εξέλιξη είναι η έκφραση μέσω τέχνης, η βιβλιοθεραπεία, η γραφή κ.α.

9. Τι μπορώ, τελικά, να προσφέρω στο παιδί μου όταν αυτό πενθεί;

Βασική πρώτη ύλη είναι η αγάπη, πάνω στην οποία επικάθονται οι αρετές της ειλικρίνειας, της ενσυναίσθησης και της αποδοχής.

Βοηθώντας τα παιδιά να κατανοήσουν το θάνατο.

Είτε είμαστε γονείς είτε όχι, οφείλουμε, ως στοργικοί ενήλικοι, να βοηθήσουμε τα παιδιά να αναπτύξουν τρόπους κατανόησης της θεμελιώδους πραγματικότητας του θανάτου. Οι τρόποι αυτοί θα πρέπει να συμβαδίζουν με το αναπτυξιακό στάδιο και το επίπεδο κατανόησης των παιδιών. Ορισμένες χρήσιμες προτάσεις προς αυτή την κατεύθυνση θα ήταν οι ακόλουθες:

1.Απόκτηση επίγνωσης των συναισθημάτων των παιδιών

Ύψιστης σημασίας μέλημα των γονέων είναι το να διαθέτουν ποιοτικό χρόνο και να παρατηρούν τη συμπεριφορά των παιδιών τους, όταν αυτά παίζουν, όταν συναναστρέφονται με άλλους, ή όταν απλώς κάθονται ήσυχα και ασχολούνται με κάποιο παιχνίδι. Το να ακούμε προσεκτικά όταν τα παιδιά μάς μιλούν, μιλούν με τους φίλους ή σιγοτραγουδούν, είναι ένας καλός τρόπος βολιδοσκόπησης της γενικότερης κατάστασης. Τι σκέφτονται; Τι φοβούνται; Για ποιο πράγμα απ’ όλα ανησυχούν; Δεν υπάρχει λόγος να «δασκαλεύουμε» επί καθημερινής βάσεως ένα παιδί για το θέμα του θανάτου, αρκεί να το κάνουμε όταν το απαιτεί η περίσταση.

2. Η κατάλληλη στιγμή να μιλήσει κανείς για το θάνατο..

Ο θάνατος ενός κατοικίδιου ζώου είναι μια πολύ καλή ευκαιρία, ώστε να εισαχθούν τα παιδιά στην έννοια του θανάτου. Η διευκρίνιση του τι συνέβη στο ζώο, το πώς λειτουργεί ο κύκλος της ζωής και ότι η θλίψη σε μια τέτοια περίπτωση είναι απόλυτα φυσιολογική, συνιστά μια τρυφερή πρακτική που μπορεί να εντυπωθεί καλύτερα στη μνήμη ενός παιδιού.

3. Υπομονή και αντικειμενικότητα

Ανεξαρτήτως της ηλικίας ενός παιδιού, το πιθανότερο είναι ότι θα χρειαστούν πολλές ήρεμες, σοβαρές και συμπονετικές συζητήσεις, προκειμένου να κατανοηθεί η απώλεια. Η μακροθυμία των γονέων θα μπορούσε να αποτελέσει έναν πολύ σημαντικό σύμμαχο στη προσπάθεια αυτή. Από την άλλη, η χρήση απλής και ξεκάθαρης γλώσσας, μιας γλώσσας που δε δημιουργεί φόβους και δεν αφήνει χώρο σε παρερμηνείες μπορεί να συνεπικουρήσει την προσπάθεια του παιδιού να κατανοήσει το θάνατο στις πραγματικές του διαστάσεις.

4. Δημιουργία Οικογενειακού πνεύματος

Η συμπερίληψη όλων των μελών μιας οικογένειας στη συζήτηση γύρω από το θάνατο, καθιστά την ίδια την οικογένεια πηγή αλληλοβοήθειας και στήριξης. Κάθε μέλος μπορεί να βιώνει διαφορετικά το θάνατο ανάλογα με την ηλικία και το αναπτυξιακό του επίπεδο. Δίνοντας την ευκαιρία σε όλα τα μέλη να εκφραστούν, σημαίνει ότι όλοι τυγχάνουν ίσης προσοχής και στήριξης των υπολοίπων. Σε πλήρη συμφωνία με την σταθερή στήριξη στα μέλη, εξίσου σημαντικό είναι να διαφυλάσσεται ο θανών στη μνήμη της οικογένειας και να μνημονεύεται. Ακόμη, και ίσως σημαντικότερο όλων, είναι να δίνεται κουράγιο και προσανατολισμός κυρίως στα μικρότερα παιδιά και να διασφαλίζεται η αίσθηση συνέχειας στη ζωή τους (και στις ζωές όλων). 

Αυτοφροντίδα ενηλίκων

Για να μπορέσουν οι ενήλικοι να σταθούν αρωγοί στη προσπάθεια των παιδιών να κατανοήσουν το θάνατο και να ξεπεράσουν το πόνο που τον συνοδεύει, θα πρέπει οι ίδιοι να φροντίσουν τον εαυτό τους. Κανείς δεν είναι ανεξάντλητος και «αυτόφωτος». Εκτός από την αμοιβαία στήριξη, η αυτοφροντίδα είναι και αυτή απαραίτητη και πρέπει να λαμβάνει χώρα δίχως ενοχές. Για το λόγο αυτό, θα ήταν συνετό οι όποιες σημαντικές αποφάσεις να μπουν σε αναμονή, όσο αυτό είναι εφικτό. Ακόμη, ιδιαίτερη σημασία έχει η φροντίδα του σώματος και γενικότερα της υγείας, καθώς και η ύπαρξη στοιχειώδους ρουτίνας. Η ενασχόληση με διάφορες ασχολίες, αποτρέπει το άτομο από την «παράλυση» της απραξίας. Στο σημείο αυτό, ορισμένοι άνθρωποι ίσως χρειαστεί να πιεστούν λίγο περισσότερο. Η οριοθέτηση και η αναζήτηση συντροφιάς και στήριξης από το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο θεωρείται προτιμητέα. Τέλος, εξίσου ουσιώδης είναι η αποφυγή χρήσης οινοπνευματωδών ποτών ή άλλων ουσιών. 

Κείμενο: Σωζόπουλος Χρήστος,

Ψυχολόγος, - Ειδ. Συστημικός ψυχοθεραπευτής

Βιβλιογραφία

Kroen, C. W. (2007).  Helping Children Cope with the Loss of a Loved One. Αθήνα: Φυτράκη

Stevenson, G. R., &Gerry, R. K. (2016). Children, Adolescents and Death. Questions and Answers. Abingdon: Routledge

«Συμβουλευτικό κέντρο Μέριμνας», Τιμολέοντος Βάσσου 16, Πλατεία Μαβίλη, Αθήνα. Τηλέφωνα: 210-6452013 και 210-6463367.

“The Good Grief Program. Boston, Massachusetts

#inmedhealth
►Βρείτε μας στο Facebook: shorturl.at/aknuQ
►Βρείτε μας στο Instagram: shorturl.at/vC079
►Βρείτε μας στο Linkedin: shorturl.at/isY08
►Επικοινωνήστε μαζί μας στο inmedhealth.blogspot.gr@gmail.com

Βρείτε μας στο Youtube!


*Οι απόψεις των εθελοντών αρθρογράφων είναι απολύτως προσωπικές και δεν εκφράζουν απαραίτητα την άποψη του ιδιοκτήτη.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια