Γιατί οι “συμβουλές” των ψυχολόγων συχνά δεν λειτουργούν
Δεν είναι λίγες οι φορές που καλούμαστε, ως ψυχολόγοι, να μεταλαμπαδεύσουμε με αίσθημα σεβασμού και κοινωνικής ευθύνης, κάποιες γνώσεις μας με τη μορφή παρότρυνσης. Ειδικά το τελευταίο διάστημα, με την πυκνότητα των γεγονότων να μας κατακλύζει, πολλοί επαγγελματίες του κλάδου μας έχουν κληθεί να τοποθετηθούν μέσα σε λίγα λεπτά πάνω σε σύνθετα (από ψυχολογικής πλευράς) ζητήματα, παρέχοντας έτοιμα και απλά “tips” που εύκολα μπορεί να εφαρμόσει κανείς ώστε να αντιμετωπίσει τις καθημερινές προκλήσεις. Είναι αλήθεια ότι σε κάποιες περιπτώσεις οι παροτρύνσεις - συμβουλές αυτές πετυχαίνουν το σκοπό τους και είναι επίσης αλήθεια ότι σε κάποιες περιπτώσεις η προσπάθεια δεν καρποφορεί.
Στο αρνητικό σενάριο, αυτό που μπορεί να συμβεί είναι να κλονιστεί, για το συλλογικό νου, η επιστημονική μας εγκυρότητα ∙ οι γνώσεις μας να αντιμετωπιστούν ως απλές κοινοτοπίες, ως λόγοι και σκέψεις που θα μπορούσε να αρθρώσει και να σκεφτεί ο καθένας. Για να κατανοήσουμε καλύτερα την κατάσταση αυτή, ας φέρουμε στο νου ένα παράδειγμα που ταλανίζει πολλούς εξ ημών και δεν είναι άλλο από το καθημερινό άγχος. Το άγχος μπορεί να είναι χαρακτηρολογικό, καταστασιακό ή και συνδυασμός των δύο και να εκφράζεται στον κάθε άνθρωπο με ποικίλους τρόπους (π.χ μέσω της έκδηλης / εξωτερικής συμπεριφοράς, του εσωτερικού μας βιώματος και της σωματικής απόκρισης σε στρεσογόνα ερεθίσματα). Αν ξαναδιαβάσει κανείς την παραπάνω πρόταση, αρχίζει σταδιακά να συνειδητοποιεί ότι η εφαρμογή μιας καθολικής κατευθυντήριας γραμμής (συμβουλής) για την αντιμετώπιση μιας φθοροποιού κατάστασης (στην προκειμένη περίπτωση το άγχος), έρχεται αντιμέτωπη με την εξής δυσκολία: Ο τρόπος αντίδρασης του κάθε ανθρώπου απέναντι σε μια συνθήκη είναι καθαρά ιδιοσυγκρασιακός. Δεν αντιδρούμε όλοι στα ίδια πράγματα, με τον ίδιο τρόπο, στον ίδιο βαθμό. Συνεπώς, η αδιαφοροποίητη παροχή οδηγιών εξ’ ορισμού δεν μπορεί να λειτουργήσει εξίσου καλά για όλους και αυτός είναι ο πρώτος λόγος που οι παροτρύνσεις των ειδικών δεν λειτουργούν συχνά, ή τουλάχιστον, όχι για όλους και όχι στον ίδιο βαθμό.
Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με το γεγονός ότι ενώ υπάρχουν πολύ αποτελεσματικές στρατηγικές διαχείρισης του άγχους, συχνά αγνοούνται ως μη επιστημονικές. Για παράδειγμα δραστηριότητες όπως το να ακούει κανείς μουσική, να διαβάσει ένα βιβλίο ή να γυμναστεί, αν και έμμεσα επιτυγχάνουν την μερική ανακούφιση του άγχους, συχνά θεωρούνται ως τετριμμένες και αντιεπιστημονικές αφού δεν θεωρείται ότι απαιτούν ειδική γνώση. Επιπλέον, επειδή οι παραπάνω δραστηριότητες μπορούν να προταθούν από τον οποιονδήποτε, δημιουργείται μια γνωστική προκατάληψη με τη μορφή εσφαλμένης προσδοκίας: “Προσδοκώ ότι ο ειδικός θα μου πει κάτι περισσότερο, κάτι που υποστηρίζει τον χαρακτηρισμό του ως ειδικού, κάτι που δικαιολογεί τα χρήματα και το χρόνο που ενδεχομένως θα διαθέσω γι’ αυτόν και κάτι που δεν μπορεί να μου προτείνει κάποιος μη επαΐων. Πράγματι, πολύς κόσμος πιστεύει ότι λειτουργούμε με τρόπο μαγικό και αυτόματο κι ότι μπορεί ακολουθώντας μια συμβουλή να λύσει το ‘πρόβλημά’ του επί τόπου. Η απλουστευτική αυτή αντίληψη προφανώς και εγείρει περαιτέρω συζήτηση για το πώς πραγματικά κάνουμε τη δουλειά μας, τι προσπαθούμε να επιτύχουμε για τον συνάνθρωπό μας μέσα από αυτή, αλλά και για τις άδηλες προσδοκίες που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος σχετικά με το επάγγελμα του ψυχολόγου. Αυτό όμως είναι μια τεράστια προέκταση του θέματος που δεν εξυπηρετεί το σκοπό του εν λόγω άρθρου. Εδώ αρκούμαστε στο να υπενθυμίσουμε πρώτον: Ότι πολλές φορές, απλές και βασισμένες στην κοινή λογική και την καθημερινή εμπειρία δραστηριότητες, μπορεί να επιφέρουν θετικές αλλαγές στην ποιότητα ζωής των συνανθρώπων μας. Δεύτερον, ότι στην πραγματικότητα λειτουργούμε βασιζόμενοι σε επαρκώς τεκμηριωμένες στρατηγικές αντιμετώπισης, οι οποίες κατά κύριο λόγο ακολουθούν την κοινή λογική και λιγότερο την παράδοξη παρέμβαση, ανάλογα φυσικά και με την ψυχοθεραπευτική εκπαίδευση – προσέγγιση του εκάστοτε ειδικού.
Τι συμβαίνει όμως με τους ανθρώπους που ελάχιστα καταφέρνουν να διαχειριστούν το άγχος μόνοι τους; Για να απαντήσουμε το ερώτημα, πρέπει να εισάγουμε και έναν τρίτο λόγο. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουμε ακούσει ψυχολόγους σε συνεντεύξεις και ομιλίες να απαντούν σε μια ερώτηση του τύπου “Τι πρέπει να κάνει κανείς για να αντιμετωπίσει το Χ γεγονός;” λέγοντας ότι θα πρέπει να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε τον τρόπο σκέψης μας, να διαχειριστούμε τα συναισθήματά μας και να αλλάξουμε τη συμπεριφορά μας απέναντι σε αυτό το Χ γεγονός. Αυτή η απόκριση καλύπτει το ερώτημα του τι πρέπει να γίνει, αλλά αφήνει αναπάντητο το σκέλος του πώς πρέπει να γίνει. Ο τρίτος λόγος, λοιπόν, που ακόμη και επιστημονικά τεκμηριωμένες παροτρύνσεις των ψυχολόγων μπορεί να αποτύχουν, είναι ότι αυτές δίνονται εντελώς εκτός πλαισίου. Για να μιλήσουμε επιστημονικά, η γνωστική αναδόμηση ή και η αλλαγή του εσωτερικού μας διαλόγου(🡪 αφορούν στην αλλαγή τρόπου σκέψης, προς συγκεκριμένη κατεύθυνση), δεν είναι κάτι που μπορούμε να πετύχουμε μόνοι μας και από τη μια στιγμή στην άλλη. Η προοδευτική χαλάρωση δεν επιτυγχάνεται εύκολα, αν το άτομο δεν τη διδαχθεί. Ομοίως, δεν μπορούμε να αλλάξουμε τόσο απλά, μαθημένες συναισθηματικές και συμπεριφορικές αντιδράσεις, οι οποίες ενισχύθηκαν μακροχρόνια εξαιτίας του γεγονότος ότι μέχρι πρότινος αποδείχθηκαν προσαρμοστικές και επιτυχημένες. Τα παραπάνω μπορούν να επιτευχθούν μόνο εντός ενός ασφαλούς υποστηρικτικού / θεραπευτικού πλαισίου.
Επιπλέον, η όποια παρέμβαση χρειάζεται να συμφωνεί με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες του πελάτη (στην ψυχοθεραπεία η παραπάνω πρόταση αποδίδεται με τον όρο “tailoring”), όπως η αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητάς του απέναντι σε μια κατάσταση, η προσωπική αποτίμηση του άγχους (διακύβευμα, ψυχικά αποθέματα και τρόποι διαχείρισης), το κίνητρό του για αλλαγή και δέσμευση στην θεραπευτική συνθήκη, την ικανότητα μάθησής του, την ικανότητα συναισθηματικής έκφρασης και επικοινωνίας, τις διαπροσωπικές του δεξιότητες κτλ. Αφού όλα αυτά κατανοηθούν, θα πρέπει η αλλαγή να επέλθει σταδιακά μέσω μιας διεργασίας συνεργατικής και βιωματικής μάθησης. Αν αγνοήσουμε τις παραμέτρους αυτές (πλαίσιο), όποια παρότρυνση / συμβουλή ισοδυναμεί πρακτικά με το να πούμε “Μην αγχώνεσαι” σε κάποιον που υποφέρει από άγχος. Επιπροσθέτως, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι, ακριβώς επειδή δεν μπορούν να βοηθηθούν ακολουθώντας ‘πεζές συμβουλές’ ή επειδή δεν επιθυμούν να δεσμευθούν, στρέφονται σε άλλες μορφές θεραπείας, όπως η φαρμακοθεραπεία, εφόσον αυτές επιφέρουν άμεσα, αν και όχι διαρκή, αποτελέσματα.
Καταληκτικά, επισημαίνουμε ότι: 1) Το παράδειγμα του άγχους επιλέχθηκε, διότι είναι διαχρονικά επίκαιρο και αποτελεί συχνά πεδίο συζήτησης μεταξύ πολλών ατόμων, από φίλους μέχρι ειδικούς. Σαφώς, και μπορούμε να θέσουμε οποιοδήποτε άλλο παράδειγμα, εφόσον αυτό αντιμετωπίζεται με παρόμοια λογική. Φυσικά, δεν αναφερόμαστε σε σοβαρές μορφές ψυχοπαθολογίας, όπου η φαρμακευτική αντιμετώπιση κρίνεται επιβεβλημένη. 2) Υπάρχουν ατομικές διαφορές στο γενετικό και περιβαλλοντικό υπόβαθρο των ατόμων, στο ιστορικό προσαρμοστικών συμπεριφορών απέναντι σε στρεσογόνες καταστάσεις, στα στρεσογόνα γεγονότα καθεαυτά και στις συστημικές σχέσεις γύρω από αυτά, στην υποκειμενική αίσθηση της έντασης και της ποιότητας του βιώματος, στην αίσθηση ελέγχου, στους στόχους, τα κίνητρα και την ικανότητα απόκτησης και επιτέλεσης δεξιοτήτων καθώς ακόμη και στην εξοικείωση με τις προτεινόμενες στρατηγικές αντιμετώπισης.
Σωζόπουλος Χρήστος,
Ψυχολόγος- Ειδ. Συστημικός Ψυχοθεραπευτής.
0 Σχόλια