Το σύνδρομο του απατεώνα: Όταν είσαι επιτυχημένος, αλλά αισθάνεσαι σαν «απάτη» | InMedHealth

 

Το σύνδρομο του απατεώνα: Όταν είσαι επιτυχημένος, αλλά αισθάνεσαι σαν «απάτη»

Ο όρος «σύνδρομο του απατεώνα» καθιερώθηκε το 1978 από τις κλινικές ψυχολόγους Pauline R. Clance και Suzanne Α. Imes. Οι δύο ερευνήτριες, σε μελέτη που πραγματοποίησαν σε δείγμα εκατό γυναικών, επαγγελματικά επιτυχημένων και διακεκριμένων σε ακαδημαϊκό επίπεδο, διαπίστωσαν ότι μεγάλο ποσοστό των γυναικών αυτών έτειναν να πιστεύουν ότι δεν ήταν αρκετά έξυπνες και ικανές, αλλά υπερεκτιμημένες και μη αντάξιες της αναγνώρισης τους, ενώ ταυτόχρονα φοβούνταν πως αργά ή γρήγορα η ανεπάρκεια τους θα αποκαλυφθεί.

O όρος, λοιπόν, αναφέρεται σε άτομα που, παρά τα επιτεύγματα, τα ταλέντα και τις επιτυχίες τους, δεν αναγνωρίζουν την αξία τους, αισθάνονται ότι εξαπατούν τους γύρω τους και φοβούνται ότι θα αποκαλυφθούν. Παρά την εξωτερική αναγνώριση, τον θαυμασμό, τη θετική ανατροφοδότηση από τους άλλους και τα αντικειμενικά στοιχεία των ικανοτήτων τους, τα άτομα αυτά δεν μπορούν να συνδεθούν και να εσωτερικεύσουν όσα έχουν καταφέρει και επιμένουν ότι δεν αξίζουν την επιτυχία. Οτιδήποτε έχουν πετύχει, για εκείνους αποδίδεται στην τύχη, σε καλό timing, στην εξαπάτηση των άλλων (π.χ. του εργοδότη τους), και όχι στη δική τους αξία. Χαρακτηριστική σκέψη τους είναι: «Σύντομα θα ανακαλύψουν ότι δεν είμαι και κάτι τόσο σπουδαίο».

Το σύνδρομο του απατεώνα δεν αποτελεί ψυχική διαταραχή, ούτε έμφυτο στοιχείο της προσωπικότητας, αλλά μελετάται ως μία διαστρεβλωμένη πεποίθηση για τον εαυτό, μία σύνθετη ψυχολογική κατάσταση και αντίδραση σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Το κύριο χαρακτηριστικό του είναι το διαρκές άγχος που βιώνει το άτομο να μην αποκαλυφθεί, ενώ το αίσθημα της ντροπής, η αμφιβολία, η αυτό-αμφισβήτηση, η ενοχή, ο φόβος της επιτυχίας, η χαμηλή αυτοπεποίθηση και τα συμπτώματα κατάθλιψης συνοδεύουν τις περισσότερες φορές την κατάσταση αυτή. 

Πού οφείλεται η ανάπτυξη του συνδρόμου;

Η έρευνα των Clance και Imes έδειξε ότι τον μεγαλύτερο ρόλο παίζει το οικογενειακό υπόβαθρο και μάλιστα δύο περιπτώσεις έχουν αναδειχθεί ως οι πλέον ενδεικτικές:

Α. Γονείς που εξιδανίκευαν το παιδί και θεωρούσαν ό,τι και να έκανε άψογο, το θαύμαζαν υπερβολικά, το επαινούσαν και έκαναν σχόλια για το πόσο υπερέχει και ξεχωρίζει. Στην ενήλικη ζωή, το παιδί συνειδητοποιεί ότι αυτή η άκριτη επιβράβευση δεν μπορεί να αντανακλά την πραγματικότητα, αρχίζει να αμφισβητεί το κριτήριο των γονιών του και τον ίδιο του τον εαυτό, όμως έχει την ανάγκη να ανταποκριθεί στα υψηλά standards, ακόμα και αν αισθάνεται «απατεώνας».

Β. Οικογένεια όπου υπήρχε ένα χαρισματικό αδερφάκι που ξεχώριζε, αποσπούσε όλα τα θετικά σχόλια και θεωρούνταν το «αστέρι» της. Το άλλο αδερφάκι, όσα και να πετύχαινε, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ισάξιο του άλλου από τους γονείς και πάντα έβγαινε ο χαμένος στη σύγκριση. Μεγαλώνοντας, αυτό το παιδί είναι πολύ πιθανό να αναρωτιέται αν οι γονείς είχαν δίκιο και δεν είναι πράγματι αρκετά ικανό. 

Επόμενες έρευνες έδειξαν ότι το σύνδρομο συνδέεται επίσης με υπερ-προστατευτικούς γονείς, με την τελειομανία, το στρες, την κατάθλιψη και τη χαμηλή αυτοεκτίμηση.

Πού εμφανίζεται περισσότερο;

Αρχικά, το σύνδρομο αποδιδόταν περισσότερο σε γυναίκες με υψηλά επιτεύγματα, ωστόσο πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι το γυναικείο και το ανδρικό φύλο πλήττονται εξίσου. Αυτή η αίσθηση της απάτης παρατηρείται σε ανθρώπους πετυχημένους, σε υψηλόβαθμες ή και ηγετικές θέσεις, ιδιαίτερα στον ακαδημαϊκό χώρο, αλλά και στον χώρο της τέχνης (ηθοποιοί, τραγουδιστές, συγγραφείς κ.α.) Ακόμη, το φαινόμενο αφορά σε μεγάλο βαθμό εθνικές μειονότητες και ιδιαίτερα τη δημογραφική ομάδα των Αφροαμερικανών, αφού το να πετυχαίνει κανείς και να αναγνωρίζεται, ενώ ανήκει σε μία μειονότητα, μπορεί να τού δημιουργήσει ενοχές και αυτό-αμφισβήτηση για το κατά πόσον αξίζει όντως την αναγνώριση, εκείνος μόνο μεταξύ των πολλών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα πετυχημένων ανθρώπων που έχουν βιώσει αυτή την κατάσταση είναι ο Albert Einstein, η Maya Angelou, ο David Bowie, ο Tom Hanks, η Serena Williams. 

Συνέπειες

Αυτό το εσωτερικό βίωμα της αναξιότητας και της απάτης προκαλεί μία διάχυτη δυσφορία και αποτελεί ένα τεράστιο βάρος για το άτομο, το οποίο νιώθει ότι πρέπει να επαγρυπνεί συνεχώς, ώστε να μην φανερωθεί, συνεπώς πρέπει να δουλεύει πολύ σκληρά για να ανταπεξέλθει, πράγμα που οδηγεί σε περισσότερες επιτυχίες και έτσι διαιωνίζει τον φαύλο κύκλο. Δυσβάσταχτη είναι, επίσης, η μη αυθεντικότητα αυτών των ανθρώπων, που υπό τον φόβο της αποκάλυψης, δεν δείχνουν τον αληθινό εαυτό τους και προσαρμόζονται στα «θέλω» και τα standards των άλλων, ώστε να συνεχίζουν να παίρνουν αναγνώριση και να κρατούν το «ψέμα» κρυμμένο.

Το σύνδρομο του απατεώνα σχετίζεται πολύ με τον επαγγελματικό και ακαδημαϊκό τομέα, όμως αφορά τόσο τις κοινωνικές επαφές, όσο και τις διαπροσωπικές σχέσεις. Για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να διατηρεί μία όμορφη σχέση με έναν πολύ αξιόλογο σύντροφο που τον θαυμάζει και τον έχει ψηλά, όμως ο ίδιος να θεωρεί ότι δεν του αξίζει και να ζει με τον φόβο ότι  ο σύντροφος του κάποια στιγμή θα καταλάβει ότι δεν είναι αυτός που νόμιζε.

Αντιμετώπιση

Το σύνδρομο του απατεώνα δεν είναι τόσο σπάνιο, όπως ίσως νομίζουμε. Εκτιμάται ότι 7 στους 10 το έχουν βιώσει ή θα το βιώσουν κάποια στιγμή στη ζωή τους. Το σημαντικό είναι να το αναγνωρίσουμε και να το αντιμετωπίσουμε μόλις το αντιληφθούμε, καθώς ο αρνητικός του αντίκτυπος είναι ισχυρότατος. 

Το πρώτο βοηθητικό βήμα είναι να μιλήσουμε γι’ αυτό. Οι άνθρωποι που υποφέρουν από το σύνδρομο θεωρούν ότι συμβαίνει μόνο σε εκείνους. Η εξωτερίκευση της εμπειρίας τους μπορεί να οδηγήσει και άλλα άτομα στο να αποκαλύψουν ότι βιώνουν το ίδιο και έτσι να μειωθεί το αίσθημα της μοναξιάς σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση. Επίσης, ένα υποστηρικτικό δίκτυο από ανθρώπους εμπιστοσύνης μπορεί να βοηθήσει σημαντικά.

Ακόμη, είναι σημαντικό να εντοπιστούν οι διάφορες γνωστικές διαστρεβλώσεις που κάνει το άτομο, όπως η συναισθηματική λογική («Νιώθω απατεώνας, άρα είμαι», οι άκαμπτοι κανόνες («Πρέπει να είμαι τέλειος») και η ελαχιστοποίηση της σημασίας των επιτευγμάτων τους. Επίσης, η καταγραφή των επιτευγμάτων, αλλά και των σκέψεων γύρω από αυτά μπορεί να βοηθήσει στο να αμφισβητηθούν τα διαστρεβλωτικά μοτίβα και να ιδωθούν πιο αντικειμενικά τα πράγματα.  Στόχος είναι το άτομο να αποκτήσει μία πιο ρεαλιστική ματιά σε ό,τι αφορά τον εαυτό του και μία συγκροτημένη εσωτερική ταυτότητα που θα περιλαμβάνει και τα κατορθώματα του ως αναπόσπαστα στοιχεία της.  

Τα παραπάνω μπορούν να γίνουν πιο αποτελεσματικά σε ένα ψυχοθεραπευτικό πλαίσιο. Μάλιστα, στην εν λόγω περίπτωση η πλέον κατάλληλη θεραπεία είναι η ομαδική, όπου το άτομο θα μπορεί να εκφραστεί σε περισσότερα μέλη, να διαπιστώσει ότι και άλλοι μπορεί να έχουν νιώσει κάτι παρόμοιο, να πάρει θετική ανατροφοδότηση και να είναι αυθεντικό, αποκαλύπτοντας ενδόμυχους φόβους και τα κομμάτια εκείνα που κρατά κρυφά από όλους.

Πέρα από την ανακούφιση που προσφέρει, η ψυχοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει τον άνθρωπο να διερευνήσει τι υπάρχει πίσω από το σύνδρομο, ποιος είναι ο αυθεντικός εαυτός του, ποια είναι η αντικειμενική του αξία, να επανα-οικοδομήσει την αυτοεικόνα του και πάνω από όλα να συνειδητοποιήσει ότι κάθε άλλο παρά απατεώνας είναι.


Κείμενο: Αγγελική Κονιδάρη

Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας M.Sc./Συνθ. Ψυχοθεραπεύτρια


#inmedhealth

►Βρείτε μας στο Facebook: shorturl.at/aknuQ

►Βρείτε μας στο Instagram: shorturl.at/vC079

►Βρείτε μας στο Linkedin: shorturl.at/isY08

►Επικοινωνήστε μαζί μας στο inmedhealth.gr@gmail.com

*Οι απόψεις των εθελοντών αρθρογράφων είναι απολύτως προσωπικές και δεν εκφράζουν απαραίτητα την άποψη του ιδιοκτήτη.



Βιβλιογραφία

- Clance, P.R.; Imes, S.A. (1978). «The imposter phenomenon in high achieving women: dynamics and therapeutic intervention.». Psychotherapy: Theory, Research and Practice 15 (3): 241–247. doi:10.1037/h0086006.

- Clance, P.R. (1985). The imposter phenomenon: Overcoming the fear that haunts your success, Atlanta, GA: Peachtree.

- Crouch, J., Powel, M., Grant, C., Posner-Cahill, C., Rose, A. (1991). Imposter phenomenon and psychological type among banking and higher education professionals. Journal of Psychology Type, 20(1), 34-42

- Kets de Vries, M.F.R. (2005). The dangers of feeling like a fake. Harvard Business Review, 83(9), 108- 116.


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια